Σώσα
Ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ (1904-1991) γεννήθηκε σε μια χασιδική εβραϊκή οικογένεια στο Λεόντσιν της Πολωνίας. Ο πατέρας του και οι δύο παππούδες του ήταν ραβίνοι. Ο Ισαάκ μεγάλωσε στην περίφημη οδό Κροχμάλνα της Βαρσοβίας, όπου ο πατέρας του ασκούσε τα καθήκοντα του ραβίνου και ταυτόχρονα προέδρευε ενός ραβινικού δικαστηρίου (Μπετ Ντιν). Αυτή ήταν για τον μικρό Ισαάκ η πατρική κληρονομιά, τα χρόνια αυτά διαμόρφωσαν της «τέχνης του την περιοχή». Το 1935 μετανάστευσε στην Αμερική, όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του, σε ηλικία 88 ετών, στη Φλόριντα,. Το 1978 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα και παιδικά βιβλία. Όλο το έργο του είναι γραμμένο στα γίντις, τη γλώσσα των ασκενάζι Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης. Ο κόσμος των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του είναι ο κόσμος των Εβραίων που μιλούν γίντις, είτε αυτοί ζουν σε κάποια πολίχνη της Πολωνίας είτε ζουν στις εβραϊκές συνοικίες της Νέας Υόρκης.
«Μεγάλωσα με τρεις “νεκρές” γλώσσες: τα εβραϊκά, τα αραμαϊκά και τα γίντις (για κάποιους δεν αποτελούν καν γλώσσα), και με μια παράδοση που γεννήθηκε στη Βαβυλώνα: το Ταλμούδ», σ. 13
Με αυτή τη φράση ξεκινάει η «Σώσα» του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, θέτοντας εξαρχής τις βάσεις για μια «μαγική» αφήγηση.
Ο Άαρον Γκρέιντινγκερ, γόνος χασιδικής ραβινικής οικογένειας, μεγαλώνει, μέσα σε ένα αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον, στο νούμερο 10 της οδού Κροχμάλνα. Μόνη του διέξοδος η καθημερινή επίσκεψη σε γειτονικό σπίτι, όπου συναντάει τη Σώσα, μια συνομήλικη κοπελίτσα, η οποία αργεί να αναπτυχθεί – τόσο σωματικά όσο και νοητικά. Κατά τις επισκέψεις αυτές, ο Άαρον έχει την ευκαιρία να παίξει με πραγματικά παιχνίδια, αντί για σπασμένες πένες και χαρτάκια, και να εξιστορήσει μισοφανταστικές περιπέτειες στην πάντα καταδεκτική Σώσα.
Μεγαλώνοντας, ο ήρωας δραπετεύει από τους κόλπους της εβραϊκής κοινότητας και, αφήνοντας πίσω του τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, ζει διαφορετικά, με περισσότερες ελευθερίες, συνάπτοντας ερωτικές σχέσεις με χειραφετημένες γυναίκες, ενώ προσπαθεί να κατακτήσει τον κόσμο της λογοτεχνίας. Τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι συγγραφέας, συνεργάζεται, στέλνοντας κείμενά του, με εφημερίδες και περιοδικά γίντις της Βαρσοβίας, συναναστρέφεται με συγγραφείς, γράφει ένα θεατρικό –ακολουθώντας τους κανόνες της πίστης του– με σκοπό να ανέβει από μία Αμερικανίδα ηθοποιό στο γίντις θέατρο της Βαρσοβίας.
Ωστόσο, ο Άαρον είναι ερωτευμένος με τη Σώσα, τη γειτονοπούλα στο νούμερο 10 της οδού Κροχμάλνα, πριν η οικογένειά της μετακομίσει στο 7 της ίδιας οδού και οι δυο τους χαθούν για χρόνια. Η Σώσα είναι, κατά κάποιο τρόπο, νοητικά καθυστερημένη. Έχει τη διάπλαση ενός μικρού παιδιού, ενώ είναι ενήλικη. Και είναι χαζούλα. Το μυαλό της είναι μικρού παιδιού, οι ερωτήσεις της αφελείς, η σκέψη της ανώριμη. Ωστόσο, ρωτάει διαρκώς για όλα γεμάτη περιέργεια. Οι δυο τους θα ξαναβρεθούν απρόσμενα και θα παντρευτούν, με τον Άαρον να επιστρέφει στην εβραϊκή ζωή για χάρη της αγάπης.
Ο συγγραφέας περιγράφει και σχολιάζει την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη Βαρσοβία λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τις συγκρούσεις μεταξύ Εθνικών και Εβραίων, την ανησυχία των τελευταίων για την τύχη τους. Οι ήρωες, ο Άαρον, η Σώσα και όλοι όσοι τους περιβάλλουν, είναι Εβραίοι. Ζουν με διαφορετικό τρόπο, κάτι που παρουσιάζεται λεπτομερώς στο βιβλίο. Οικογενειακή ζωή, σχέσεις με τους γύρω, πίστη, θρησκευτικές συνήθειες, γλώσσα, φαγητό, όλα υπαγορεύονται από τα ιερά κείμενα.
Ο Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ θέτει παράλληλα φιλοσοφικά, υπαρξιακά ερωτήματα περί θεού, περί πίστης, περί ηθικής, περί κόσμου, αλλά και ερωτήματα μεταφυσικής.
Είναι δυνατόν κάποιος, έχοντας δραπετεύσει από την κοινότητα, να επιστρέψει σε αυτήν για χάρη της αγάπης; Είναι δυνατόν να θυσιαστεί στον βωμό της με κίνδυνο να αφανιστεί από προσώπου γης, εξαιτίας των εκκαθαρίσεων του Χίτλερ, ενώ έχει τη δυνατότητα να φύγει μακριά όσο είναι καιρός; Ο θεός επιτρέπει στο κακό να επικρατήσει;
Χαρακτηριστικό δε, είναι ότι η αφήγηση βρίθει από εικόνες, που δίνουν την ατμόσφαιρα της καθημερινότητας, την ατμόσφαιρα της αγωνίας και της έντασης, την ατμόσφαιρα του «κενού» –όπως τον αισθάνεται– εσωτερικού κόσμου του Άαρον.
Και στο τέλος, στον επίλογο, ο αναγνώστης ξαναβρίσκει τους ήρωες έπειτα από δεκατρία χρόνια, στη Χάιφα. Και μαθαίνει διά στόματος Άαρον και Χάιμλ, χάρη σε μια συζήτησή τους, την τύχη τους. Ο Άαρον κατέφυγε στη Νέα Υόρκη και έγινε γνωστός συγγραφέας, ο Χάιμλ κατόρθωσε να επιβιώσει και ξαναπαντρεύτηκε, οι περισσότεροι από τους άλλους όμως χάθηκαν.
Στα συν το εκπληκτικό εξώφυλλο της έκδοσης, το οποίο είναι ζωγραφισμένο με μονοκοντυλιά.