Εικονογράφηση: Κατερίνα Χαδούλου

Ξημερώνει Παρασκευή και ο Ρούντι είναι πολύ χαρούμενος γιατί το πρωινό πρόγραμμα έχει Λαϊκή. Και μάλιστα χωρίς λουρί μια και έπειτα από μια επίμονη εκπαίδευση από τους κυρίους του, ο Ρούντι έχει μάθει να κινείται εντός των ορίων επιτήρησης των αφεντικών του. Οι μυρωδιές από τα φρούτα, τα μπαχαρικά και τα λαχανικά τον τρελαίνουν. Το ολόλευκο και αφράτο τρίχωμά του και το κομψό περιλαίμιο προσθέτουν γοητεία στον ομορφονιό. Όλο και κάποιος σταματά να τον θαυμάσει. Να όμως που μια γάτα ξυπνά τα κυνηγετικά του ένστικτα. Δίνει μια και τρέχει πίσω από τον «εχθρό». Η γάτα κατάφερε να του ξεφύγει αφού πρώτα τον έμπλεξε μέσα σε άγνωστα στενά και πλατείες. Γρήγορα ο Ρούντι κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να γυρίσει πια πίσω. Πάνω στη βιασύνη του διασχίζει το δρόμο απρόσεκτα και πέφτει αναίσθητος από το χτύπημα ενός αυτοκινήτου. Τον βρίσκει ένας κοπριτάκος κι έτσι ξεκινά η περιπέτεια. Με φίλο και οδηγό τον «Λούζερ», ο Ρούντι αναγκάζεται, για πρώτη φορά, να ζήσει τη σκυλίσια ζωή του δρόμου. Πρέπει να τα βγάλει πέρα χωρίς τις φροντίδες και τη ζεστασιά του πλουσιόσπιτου στο οποίο μεγάλωσε. Πρέπει να ψάξει στα σκουπίδια για ξεροκόμματα και γλυμμένα κόκαλα και να κοιμηθεί σε ερειπωμένα σπίτια και στο δρόμο. Οι μάγκες, τα αδέσποτα του δρόμου, δεν καλοδέχονται τον «μπούλη» με τα φιογκάκια και τα περιλαίμια. Μόνο ο «Λούζερ» θα του δείξει εμπιστοσύνη, φροντίδα και αληθινή φιλία.

Δεν είναι όμως μόνο οι αδέσποτοι σκύλοι οι κάτοικοι των δρόμων. Είναι και οι άστεγοι. Ο «Λούζερ» άλλωστε ξέρει καλά τον κόσμο τους. Οι δυο τους περιπλανώνται στις γειτονιές των αστέγων. Σε πρώτο πλάνο λοιπόν η ιστορία του σκύλου που χάθηκε και σε δεύτερο η ζωή των αστέγων. Τα δυο επίπεδα δένονται επιδέξια. Η σημασία του σπιτιού, του «οίκου», με την έννοια όχι μόνο της στέγης αλλά και της καταγωγής και της οικογενειακής θαλπωρής. Το σπίτι, με όλη την ψυχολογική, οικονομικο-κοινωνική αλλά και συμβολική του σημασία, αναδεικνύεται ως κύριο θέμα της ιστορίας. Τι μπορεί να σημαίνει η απώλεια του σπιτιού, ατύχημα στην περίπτωση του Ρούντι, αναγκαστική, στην περίπτωση των αστέγων; Η συγγραφέας επιλέγει ένα δύσκολο θέμα και βρίσκει έναν έξυπνο τρόπο να το προσεγγίσει χωρίς να σοκάρει, χωρίς να υπεραπλουστεύει και, κυρίως, χωρίς μελοδραματισμούς. Αντίθετα, βγαίνει μια γνήσια συγκίνηση που εξισορροπείται από το χιούμορ. Η πρωτοπρόσωπη σκυλίσια αφήγηση κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Οι σκυλίσιοι διάλογοι έχουν ζωντάνια και δροσιά. Ο «Λούζερ» είναι μάγκας και ξέρει τη γλώσσα της πιάτσας κι ο Ρούντυ με δυσκολία καταλαβαίνει τα λαϊκά γνωμικά του. Κι όμως το χάσμα ανάμεσά τους γεφυρώνεται. Μια τρυφερή ιστορία, μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια, ένας προβληματισμός για το θέμα των αστέγων αλλά και για θέματα που απασχολούν τα παιδιά όπως η φιλία και η αποδοχή του «Άλλου».

Λίγες αλλά εύστοχες οι ζωγραφιές της Κατερίνας Χαδούλη, εντείνουν και ντύνουν την τρυφερότητα, το χιούμορ και την ευαισθησία του κειμένου.

Η Γιολάντα Τσορώνη-Γεωργιάδη, απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών, της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Τρίπολης και του Παιδαγωγικού Τμήματος του Παν/μίου Αθηνών, εργάζεται ως δασκάλα, ενώ ολοκληρώνει τα μεταπτυχιακά της στο Μαράσλειο Διδασκαλείο. Το μεράκι της είναι η λαϊκή παράδοση και ο λαϊκός πολιτισμός. Αποτέλεσμα της έρευνάς της σε αυτόν τον τομέα είναι το βιβλίο Γιατί το λέμε έτσι…, (εκδ. Ωρίων, 2007), ένα ερμηνευτικό λεξικό εκφράσεων του λαού. Σύντομα θα κυκλοφορήσουν δυο ακόμη βιβλία της, το Γίνε ξεφτέρι (Διάπλαση) και Τζο, ένας σκαντζόχοιρος χωρίς αγκάθια (Σαββάλας).

Η Κατερίνα Χαδούλου είναι απόφοιτος της Α.Σ.Κ.Τ. ενώ έχει παρακολουθήσει μαθήματα Γραφικών Τεχνών, Τυπογραφίας και Τέχνης του Βιβλίου. Έχει αποσπάσει βραβεία σε πανελλήνιους διαγωνισμούς κόμικς. Εκτός από τη ζωγραφική και τα κόμικς, ασχολείται και με την εικονογράφηση και τη γραφιστική.