«Ώρα με την ώρα ωριμάζουμε, ωριμάζουμε, μετά ώρα με την ώρα σαπίζουμε, σαπίζουμε, να το παραμύθι»
Ο Νηλ Τζόρνταν (Neil Jordan) είναι σεναριογράφος και σκηνοθέτης γνωστών ταινιών όπως «Μόνα Λίζα», «Το τέλος μιας σχέσης», και «Το παιχνίδι των λυγμών» για το οποίο κέρδισε το 1993 το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου. Άρχισε να γράφει από πολύ νωρίς και το 1979 βραβεύτηκε για τη συλλογή διηγημάτων «Νύχτα στην Τυνησία», ενώ από τότε, εκτός από τη Σκιά, έχει γράψει και άλλα μυθιστορήματα.
Στο μυθιστόρημά του Σκιά, με κεντρικό πρόσωπο την Νίνα, ένα κορίτσι, γόνο ευκατάστατης οικογένειας, που μεγαλώνει στην ύπαιθρο της Ιρλανδίας, παρακολουθούμε την παιδική ηλικία τεσσάρων παιδιών, της ίδιας της Νίνας, του ετεροθαλούς αδελφού της Γκρέγκορυ, και δυο πραγματικά φτωχών παιδιών, της Τζέινυ και του αδελφού της Τζωρτζ. Παιδικές αδυναμίες, μοναξιά, τα πρώτα σκιρτήματα, η μετάβαση στην εφηβεία, αγάπες, παιχνίδια, περιγραφές της ζωής σε ένα περιβάλλον που τουλάχιστον για κάποιους από αυτούς παρέμενε αγνό και αμόλυντο από πονηριές και υστεροβουλίες, είτε ζούσαν σε χαμόσπιτο είτε σε πύργο. Όλα παίρνουν τον δρόμο τους στην κατάλληλη ώρα. Γεννήσεις, προδοσίες, αναχωρήσεις, τρέλα. Ανερμήνευτες πράξεις ή παρεξηγημένες προθέσεις, με παράγοντα ελέγχου τον καθωσπρεπισμό και το επιτρεπτό, που θα οδηγήσει τον καθένα αλλού. Μεταξύ του πολέμου στην Καλλίπολη, στον οποίο συμμετέχουν τα άρρενα μέλη της παρέας, και του τέλους του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ο καθένας τραβάει άλλο δρόμο, κοντά ή ξέμακρα από τον άλλον, αν και πάντα δεμένος με ψυχικές αλυσίδες με όσα συνέβησαν τα χρόνια της κοινής ζωής τους. Ένας «θάνατος» έπαιξε ρόλο στην πρώτη διάσπαση της παρέας τους κι ένας άλλος θάνατος τους μάζεψε και πάλι, εκεί όπου ο καθένας θα έβρισκε το ταιριαστό για εκείνον «σπίτι».
Ο Νηλ Τζόρνταν, όπως θα υποψιαζόταν κανείς από το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου που πήρε, πρωτοτυπεί και εδώ. Ανοίγοντας το βιβλίο διαβάζουμε τα λόγια μιας πεθαμένης: «Ξέρω ακριβώς πότε πέθανα. Ήταν τρεις και είκοσι…..», αλλά αυτή η ασυνήθιστη αρχή δίνει μόνον μια γεύση από όσα εντυπωσιακά θα ακολουθήσουν στον τρόπο εξιστόρησης. Ο συγγραφέας, μάστορας στη δόμηση της πλοκής, που είναι και το κυρίαρχο σε μεγάλα κομμάτια του βιβλίου, στήνει την παγίδα του για τον ανυποψίαστο αναγνώστη, διαγράφοντας κάθε κανόνα του «αποδεκτού» τρόπου συγγραφής. Αναμιγνύοντας το παρόν με το παρελθόν και την τριτοπρόσωπη αφήγηση που γίνεται από τον αφηγητή με την τριτοπρόσωπη αφήγηση της Σκιάς (της ψυχής ή όπως αλλιώς θέλει ο καθένας) της Νίνας, βάζει τον αναγνώστη σε ένα ιδιόμορφο παιχνίδι παρακολούθησης που μπερδεύεται ακόμα περισσότερο με τις εμβόλιμες εναλλαγές της πρωτοπρόσωπης αφήγησης του ενός στην μια παράγραφο και κάποιου άλλου στην επόμενη. Παρελθόν, παρόν και μέλλον παίζουν ζαριές ποιο θα νικήσει σε κάθε σελίδα. Σταγόνες χαράς, σε έναν ωκεανό θλίψης. Και μαζί με αυτά, ο Νηλ Τζόρνταν, σε μεταφέρει ολοζώντανα από τις ανατριχιαστικές σκηνές του πολέμου με όπλα, στις σκηνές του άοπλου πολέμου της άλλης ζωής, της καθημερινής. Οι θάνατοι και στις δυο μορφές εξόντωσης, παρελαύνουν μέσα από τις πορείες ανδρών και γυναικών. Ο καθένας τον δικό του, με τον δικό του μπορετό τρόπο.
Η γλώσσα του, συνεπικουρούμενη στα ελληνικά από τη μετάφραση της Μαρίας Γεωργουσοπούλου, είναι ζωντανή, περιγραφική στις λεπτομέρειες του περιβάλλοντος αλλά και στη σκιαγράφηση των σκέψεων, των αισθημάτων και των προσδοκιών του καθενός από την παρέα αλλά και άλλων προσώπων της ιστορίας. Καταφέρνει, με καταιγιστικό κάποιες φορές ρυθμό, να ζωγραφίσει τόσο καλά τους χαρακτήρες, ώστε νομίζεις πως τους γνωρίζεις όλους από χρόνια, πως έζησες κι εσύ εκείνα τα χρόνια της ξεγνοιασιάς, της ωρίμανσης, του πόνου και της παραγκωνισμένης θλίψης μέχρι τη λύτρωση του καθενός.