Tζέικομπ, Pia, Μαρκέλλα και Πάνος… Όψεις όλοι τους ενός και μόνο νομίσματος, της ανθρώπινης ύπαρξης ιδωμένης πέρα και πάνω από το φύλο, πέρα και πάνω από τις έννοιες του χώρου και του χρόνου, με εστίαση στην έννοια της τέχνης, του πόνου που προκαλούν οι κάθε είδους απώλειες και των πηγαία ανθρώπινων σχέσεων. Έχοντας επίγνωση πως στην ψυχή κάθε συγγραφέα υπάρχει ένα αγκάθι που τον πληγώνει και τον ωθεί να στάξει το αίμα της δημιουργίας, έτσι και στην περίπτωση της Αρτζανίδου, που είναι παιδί μεταναστών, διακρίνει εύκολα κανείς τη σταθερή της ανάγκη, άλλοτε αποκλειστικά (όπως συνέβη στο πρώτο μυθιστόρημα ενηλίκων που έγραψε, το «Γκασταρμπάιτερ») και άλλοτε ακροθιγώς (όπως συμβαίνει στις «Σιωπηλές σκιές» που έχει να παρουσιάσει ακόμη περισσότερες αρετές από το πρώτο), να επανέρχεται στο θέμα της μετανάστευσης.

Οι ήρωές της είναι θεράποντες της τέχνης και δη της ζωγραφικής δραστηριοποιούμενοι σε Ελλάδα και Γερμανία, στη Θεσσαλονίκη και τη Στουτγκάρδη για την ακρίβεια, δίνοντας την ευκαιρία στη συγγραφέα για παραγράφους εύστοχης ηθογραφίας, καθώς και αναφορές στον ιμπρεσιονισμό, στις επιρροές και στα χαρακτηριστικά του, προσφέροντας στον αναγνώστη με αβίαστο τρόπο ακριβή πληροφόρηση, άψογα ενταγμένη στον μυθιστορηματικό ιστό.

Ο Τζέικομπ Ιακωβίδης ως εκτιμητής τέχνης και η Μαρκέλλα ως αρχαιολόγος με ειδίκευση στη μεταμοντέρνα τέχνη, «κουμπώνουν» στο ιδεολογικό τους προφίλ, ενώ οι ψυχογραφίες τους ολοκληρώνονται με την επισήμανση της απώλειας των γονιών τους. Στο θέμα των σχέσεων που αναπτύσσουν οι ήρωες με τους γονείς τους η Αρτζανίδου επιμένει ιδιαίτερα. Ο πρώτος έχει βιώσει την εγκατάλειψη του πατέρα και την προσκόλλησή του στη μητέρα του με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται το αναπόφευκτο δέσιμο με τον θηλυκό γονιό και την αδυναμία του να δεσμευτεί λόγω του φόβου του από έναν γάμο διαλυμένο. Από την άλλη, η Μαρκέλλα, έχοντας αισθανθεί την οδύνη από τον θάνατο των γονιών της, έχει ανάγκη να βρει υποκατάστατο αγάπης και τρυφερότητας.

Ο άντρας, γέννημα-θρέμμα της Γερμανίας αλλά από μετανάστρια μητέρα, προσκαλείται στο Μουσείο Stuttgart Mitte προκειμένου να επαληθεύσει την υπόνοια του διευθυντή για την ταυτότητα ενός πίνακα που πιθανολογείται ότι είναι έργο του Μονέ. Από τη στιγμή εκείνη οι κρουνοί της μνήμης ανοίγουν, οι πληγές ματώνουν και οι σκιές του παρελθόντος τού επιτίθενται. Παράλληλος ο βίος του με της Μαρκέλλας που έχει τους ίδιους άξονες αναφοράς.

Το πιο σημαντικό ίσως στοιχείο του μυθιστορήματος είναι οι εξισορροπημένοι χαρακτήρες που δεν προβάλλονται με απόλυτα χαρακτηριστικά. Όπως οι σκιές είναι γκρίζες, έτσι και οι ανθρώπινες συμπεριφορές αλλάζουν αποχρώσεις και διακυμάνσεις ανάλογα με τις συγκυρίες. Αυτή η μελετημένη προσέγγιση και οπτική της Αρτζανίδου εξασφαλίζει την ποιοτική αποτίμηση του έργου.

Δυο χαμένοι πίνακες του Μονέ θα αποτελέσουν τους συνδετικούς κρίκους δυο πόλεων, τεσσάρων ανθρώπων με πολλά κοινά, και δυο εποχών, καθώς η Αρτζανίδου εντάσσει καταλυτικές και καίριες αναδρομές στο κείμενό της με τρόπο εύληπτο και ευπροσάρμοστο κάθε φορά στα χωροχρονικά δεδομένα του κειμένου της. Ο συμβολισμός του πληγωμένου αγγέλου όπως αποδίδεται από τη συγγραφέα, που με ορθολογισμό και μεθοδικότητα μυεί τον αναγνώστη στο κυνήγι μιας αποκάλυψης, είναι από τα δυνατά σημεία του βιβλίου.

Με την επίτευξη της σύγκλισης των ηρώων η συγγραφέας μάς εκπλήσσει καθώς «δένει» το ψυχογραφικό και το ηθογραφικό στοιχείο με το αστυνομικό μυστήριο προσφέροντας εντάσεις και δυνατές συγκινήσεις.

Η ανθρώπινη επικοινωνία, η ανάγκη της συντροφικότητας, ο καθοριστικός ρόλος των γονεϊκών προτύπων στις ανθρώπινες ζωές, οι δυσκολίες στις ανθρώπινες σχέσεις που προκαλούνται από τη στρέβλωση των υγιών οικογενειακών σχέσεων, τα πάθη, οι αδυναμίες, τα ευάλωτα συναισθήματα βρίσκουν τις θέσεις τους στις «Σιωπηλές σκιές», που αποδεικνύονται μες στη ζηλευτή απλότητα του λόγου ιδιαίτερα «ομιλούσες» και αποκαλυπτικές.

Η τεχνική της φωτοσκίασης που χρησιμοποιεί η Αρτζανίδου για να περιγράψει όχι μόνο εποχές αλλά και ψυχικές μεταπτώσεις που καθορίζονται από τη συγκυρία και από στοιχεία του περιβάλλοντος των ηρώων προκαλώντας  κραδασμούς στις υφιστάμενες ισορροπίες τους, αποδεικνύεται ένα πολύτιμο εργαλείο στη διάθεση της δημιουργού με το οποίο καταφέρνει να φτιάξει ένα μυθιστόρημα στο οποίο δεν πρωταγωνιστούν οι καλοί και οι κακοί, ή οι άντρες και οι γυναίκες,  αλλά κυριαρχεί η ουσία της ανθρώπινης οντότητας άλλοτε σε όλο της το μεγαλείο και άλλοτε με όλη της τη μικρότητα.

Με λόγια απλά, όπως αρέσει εξάλλου και στην ίδια τη συγγραφέα να μιλάει μέσα από τα γραπτά της τα γαλουχημένα μες στην ακρίβεια, τη συμβολιστική δύναμη και την αθωότητα του παιδικού βιβλίου, οι «Σιωπηλές σκιές» είναι ένα μυθιστόρημα που μιλάει ταπεινά για τη ζωή και την τέχνη, καθώς η τέχνη για την Αρτζανίδου δεν είναι παρά η σιωπηλή σκιά της ανθρώπινης ψυχής, ο καθρέφτης των σκιών που όλοι κρύβουμε μέσα μας…