«Αποπνέει κάτι το ανείπωτο, μια παρουσία θεσπέσια και αγέρωχη. Είναι η ίδια η ζωή, και τον κοιτάζει σαν να τον γνωρίζει, σαν να τον περίμενε» (σελ. 259)

Η   Εμμανουέλ Πιρότ είναι σεναριογράφος. Το «Σήμερα είμαστε ζωντανοί» αποτελεί το πρώτο της μυθιστόρημα που απέσπασε το βραβείο Edmée de La Rochefoucauld και Historia 2016 στη Γαλλία. Έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 12 γλώσσες.

Δεκέμβρης του 1944 και οι Γερμανοί αντεπιτίθενται στις βελγικές Αρδέννες. Ένας εφημέριος προσπαθώντας να φυγαδέψει τη Ρενέ –μια μικρή Εβραιοπούλα που είχε καταφύγει στο σπίτι του– λόγω επικείμενης εφόδου των Γερμανών, την εμπιστεύεται σε δύο φαινομενικά Αμερικανούς στρατιώτες, καθώς στην πραγματικότητα είναι δυο μυστικοί Γερμανοί καταδρομείς που είχαν ως αποστολή να σαμποτάρουν τα συμμαχικά στρατεύματα. «Η Ρενέ, ευθυτενής, συνέχιζε να περπατά. Διψούσε απίστευτα. Ένιωθε το ψηλό σώμα του Γερμανού πίσω από την πλάτη της και την παρουσία ενός όπλου, που δίχως άλλο ήταν στραμμένο προς το μέρος της. Άραγε, είχε έρθει στ’ αλήθεια η ώρα να πεθάνει μέσα σ’ αυτό το δάσος, έπειτα από τόσες φορές που είχε γλιτώσει;» (σελ. 16). Όμως «Ο Γερμανός δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από τα μάτια του παιδιού. Τελικά απέστρεψε το βλέμμα, έκρυψε το πιστόλι του, γύρισε την πλάτη και ακολούθησε το μονοπάτι ξανά πίσω προς τα κει απ’ όπου είχαν έρθει» (σελ. 18). Τι ήταν αυτό που έκανε τον Ματία να διστάσει και να αλλάξει ρότα; Κατά την ανάγνωση του μυθιστορήματος παρακολουθούμε έναν στυγνό και πολεμοχαρή στρατιώτη να αποτινάσσει τη φύση του αυτή και να μένει με την ανθρώπινη.

Η ιστορία ενός ναζί και μιας μικρής Εβραίας οι οποίοι προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στον παραλογισμό του πολέμου.  Ο Ματίας έρχεται αντιμέτωπος με την ίδια του τη φύση. «Δεν ήταν αυτός που αποφάσισε να μην τη σκοτώσει. Εκείνη τον επέλεξε. Τη στιγμή εκείνη ανήκει ολοκληρωτικά σ΄ αυτήν την μικρή Εβραία με το παλιό σκοροφαγωμένο παλτό και τα τρύπια μποτάκια, το ατίθασο βλέμμα, το αριστοκρατικό παραστράτημα. Ο Ματίας δεν είχε νιώσει κανένα σκίρτημα συμπόνιας η καλοσύνης. Θα είχε σκοτώσει εν ψυχρώ οποιοδήποτε άλλο παιδί. Αυτή η κίνηση δεν τον απαλλάσσει από τίποτα, με κανέναν τρόπο δεν τον αθωώνει. Όμως ήταν αυτή που τον μεταμόρφωσε αμετάκλητα» (σελ. 259).

«Όταν επιστρέφει σ’ εκείνην, εξακολουθεί να τον κοιτά με μάτια φλογερά και αυστηρά, σκοτεινά και λαμπερά σαν μαύρη λάκα. Μπορεί να αισθανθεί σχεδόν στο ίδιο του το σώμα τον ρυθμό του αίματος καθώς περνά απ’ την καρδιά του κοριτσιού, κυλά στις φλέβες της και στους μυς της, καθώς βάφει τα χείλη της κόκκινα, από όπου βγαίνει η ανάσα της, που διαγράφεται στον παγωμένο αέρα. Αποπνέει κάτι το ανείπωτο, μια παρουσία θεσπέσια και αγέρωχη. Είναι η ίδια η ζωή, και τον κοιτάζει σαν να τον γνωρίζει, σαν να τον περίμενε», (σελ. 259).

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που φανερώνει ποικίλα ανθρώπινα συναισθήματα και εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης ξεχασμένες εν καιρώ πολέμου. Γραμμένο σε μια γλώσσα που ρέει και ωθεί τον αναγνώστη σε μια γρήγορη και απολαυστική ανάγνωση αποκαλύπτοντάς του πτυχές του πολέμου που δύσκολα αναγνωρίζονται, περιστατικά καλά κρυμμένα που όμως πάντα θα συμβαίνουν και θα θυμίζουν σε όλους μας ότι ακόμη και στις πιο δύσκολες και πολεμοχαρείς συνθήκες ο άνθρωπος μπορεί να κυριαρχήσει και να βγει νικητής σε μια άνιση καθόλα μάχη με το μένος και την οργή των ιμπεριαλιστικών τάσεων.