Στο νέο της βιβλίο, «Σικελικός Εσπερινός», η Ισμήνη Καπάνταη μάς μεταφέρει στην εποχή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259-1282), ο οποίος «πέτυχε» την ένωση των Εκκλησιών για να αποτρέψει μία νέα Σταυροφορία. Τα ιστορικά στοιχεία παρατίθενται στο εισαγωγικό σημείωμα της συγγραφέως, ενώ στο τέλος αναφέρονται τα γενεαλογικά δέντρα των δύο οικογενειών που αποτελούν τα πρόσωπα του έργου, τα ιστορικά πρόσωπα και το επεξηγηματικό γλωσσάρι. Τα στοιχεία αυτά είναι αρκετά για να περιπλανηθεί κανείς στις σελίδες του βιβλίου, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε εγκυκλοπαίδειες και ιστορικές πηγές για να κατανοήσει τα γεγονότα.
Αφηγήτρια είναι η Δέσποινα Ξυντατρίχη, κόρη μιας μακρινής συγγενούς του άρχοντα Ιωσήφ Ξυντατρίχη και ενός Φράγκου. Η νόθα καταγωγή της την κατατρέχει από πολύ μικρή, παρά την αγάπη και την προστασία της Αρετής, γυναίκας του Ιωσήφ. Το ιδιαίτερο χάρισμά της, ένα είδος διαίσθησης για μελλοντικά δεινά, τη διακρίνει από τα άλλα παιδιά της ηλικίας και της τάξης της. Σε μια εποχή όπου η διαμάχη μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών κορυφώνεται στη Βασιλεύουσα, η Δέσποινα, παιδί ακόμα, θα ερωτευθεί τον Μάρκο Καλλέργη που πηγαινοέρχεται ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και την Κρήτη, έμπιστος του αυτοκράτορα Μιχαήλ, και προσπαθεί για λογαριασμό του να οργανώσει την εξέγερση των χωρικών στη Σικελία κατά του Κάρολου Ανδεγαυού, η οποία θα έχει απρόσμενα αποτελέσματα όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τους Φράγκους κατακτητές του νησιού.
Τα ιστορικά γεγονότα υπάρχουν στο φόντο και οπωσδήποτε καθορίζουν τη ζωή των πρωταγωνιστών, όμως το μυθιστορηματικό σχέδιο περιστρέφεται γύρω από τη Δέσποινα και τα παιδικά της χρόνια στα Γέμελα, τη ζωή στο αρχοντικό των Ξυντατρίχηδων, τη γνωριμία με τον Μάρκο και τη μυστική αποστολή στην οποία συμμετέχει μαζί του στο Παλέρμο, τη δολοφονία του Μάρκου και τον περιορισμό της ίδιας και του οκτάχρονου γιου της, του Μανουήλ, από τον κουνιάδο της, τον Ανδρέα Καλλέργη, υπεύθυνο για τη δολοφονία του αδερφού του. Η Δέσποινα αφηγείται ενόσω βρίσκεται υπό την «προστασία» του Ανδρέα στη Βασιλεύουσα, επομένως ο αναγνώστης γνωρίζει από την αρχή το άδοξο τέλος του αυτοκράτορα και των ανθρώπων που τον υπηρέτησαν με αυταπάρνηση, περιλαμβανομένου και του Μάρκου. Η Δέσποινα θα πρέπει, λοιπόν, να αφηγηθεί προς τα πίσω, με παρεκβάσεις αλλά χωρίς να ξεφεύγει από το βασικό πλαίσιο της ιστορίας, και να ανασυστήσει τα κομμάτια της.
Μέσα από αυτή την αφήγηση αποκαλύπτονται τα πάθη και οι αδυναμίες των μυθιστορηματικών προσώπων, αλλά και, κυρίως, ο έρωτας της Δέσποινας για τον Μάρκο. Ακόμη και το χάρισμά της, που κάνει τους άλλους να τη θεωρούν τρελή, ιδίως μετά το χαμό του Μάρκου, περνάει σε δεύτερη μοίρα για τον αναγνώστη καθώς διαβάζει για τις άχαρες προσπάθειές της να τον κατακτήσει και μάλιστα να τον κλέψει από την Αρετή, με την οποία είχε κάποτε σχέση. Η Δέσποινα μεταμφιέζεται σε αγόρι για την αποστολή στο Παλέρμο ώστε να είναι δίπλα στον Μάρκο και η επιτυχία της αποστολής, που εξαρτάται από το αν θα καταλάβει με τη διαίσθησή της κατά πόσον οι προθέσεις των ανθρώπων που θα συναντήσουν εκεί είναι ειλικρινείς, την απασχολεί μόνο στο βαθμό που αυτή αντανακλά στον Μάρκο.
Ωστόσο, συνολικά, το μήνυμα που διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου είναι πως οι έριδες και η διχόνοια κατέστρεψαν τις προσπάθειες των Ελλήνων και έφεραν μόνο οδύνη και πόνο. Το συμφέρον χώρισε αδέλφια και οικογένειες, έστρεψε τον έναν εναντίον του άλλου, αφήνοντας μόνο ερείπια. Και τώρα, ο ύψιστος σκοπός, η τελευταία καταφυγή και ελπίδα είναι η σωτηρία του παιδιού, του Μανουήλ, με την επιστροφή, κρυφά, στην Κρήτη.
Το βασικό προσόν αυτού του ιστορικού μυθιστορήματος είναι η γλώσσα του: η ικανότητα της συγγραφέως να δημιουργεί εικόνες, να αφηγείται μέσα από τις διαδρομές της σκέψης της ηρωίδας της, έτσι ώστε στο τέλος έχεις την αίσθηση ότι όλα τα κομμάτια μπήκαν στη θέση τους, φτιάχνοντας τη συνολική εικόνα, κι ότι οι υποσχέσεις που σου έδωσε, ξεκινώντας αυτό το ταξίδι της γραφής, εκπληρώθηκαν όλες.