«Ο ουρανός / έχει πολλές εκκλησίες / του διαστήματος» (σ. 59) γράφει στο «Άτιτλο» ποίημά του ο Νάσος Δαμουλάκης, που γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 2002 στο Μαρούσι, είναι μαθητής της Δ΄ Τάξης του 2ου Δημοτικού Σχολείου Παλλήνης και πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής. Και το ποίημά του με τίτλο «Οι Γονείς» καταλήγει: «Όταν λέμε κάτι στον Χριστό / μόνο τα παιδιά ο Χριστός ακούει / γιατί είμαστε αγγελάκια / και όχι ακόμα / αγγελάκια τα παιδιά είναι / και μικροί θεοί / γι’ αυτό έχουμε μεγάλη ψυχή» (σ. 55). Παρά την αιρετική σύνταξη, και ίσως χάρη σ’ αυτήν, δημιουργούνται δυνατές εικόνες κι αισθήματα στο μυαλό του καλοπροαίρετου αναγνώστη (επαρκούς ή μη). Γενικά, το εγχείρημα της «επαγγελματικής» επίσημης εμφάνισης ενός τόσο νεαρού ποιητή, ακόμα κι αν συστεγάζεται στην ίδια συλλογή με τον πατέρα του, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον από πολλές σκοπιές. Θεματολογία, ιδιόλεκτος, υφολογία, ρυθμός, παραπέμπουν στη ζωγραφική ναΐφ ή στους αυτοδίδακτους εκείνους ζωγράφους που άφησαν το ίχνος τους στην ιστορία της Τέχνης.
Παρακολούθησα από κοντά ένα κορίτσι της ίδιας ηλικίας με μαθησιακές δυσκολίες και μετά από δύο χρόνια ιδιαίτερων μαθημάτων στην Έκθεση Ιδεών ετοιμάζεται τώρα, στα έντεκα, να εκδώσει το πρώτο δικό της –καταδικό της– παραμύθι [για πληροφορίες, για όποιον εκδότη ενδιαφέρεται για αυτό το ευπώλητο αφήγημα, απευθυνθείτε σ’ εμένα].
Έτσι διάβασα με ιδιαίτερη προσοχή αυτό το πρωτότυπο βιβλιαράκι από τη σειρά «Τα Ποιητικά» των εκδόσεων Γκοβόστη.
Ας έρθουμε στον πατέρα τώρα. Ο Ευγένιος Δαμουλάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Ακολούθησε τις θετικές επιστήμες, παίρνοντας πτυχία από τη Σχολή Τεχνολογίας Τροφίμων της Αθήνας και την Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών. Εξάσκησε το επάγγελμα του γεωπόνου έως το 2000, όπου μπήκε στον χώρο της Εκπαίδευσης ως ωρομίσθιος. Συνέχισε τις σπουδές του στην Παιδαγωγική και τη Συμβουλευτική. Από το 2006 είναι μόνιμος καθηγητής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Αυτό είναι το δεύτερο ποιητικό του βιβλίο. Το πρώτο με τίτλο «Τα Ποιήματα» κυκλοφορεί επίσης από την ίδια σειρά των εκδόσεων Γκοβόστη και γεμίζει ογδόντα σελίδες. Από το οπισθόφυλλο διαβάζουμε τον προγραμματικό λόγο του ποιητή:
«Ένα ταξίδι στις κοντινές άγνωστες θάλασσες, με τους ορίζοντες των μακρινών. Εκεί που το τοπίο κι οι άνθρωποι αναμοχλεύουν την ουσία του κόσμου. Κόντρα στον καιρό, με τον Γαρμπή συνοδοιπόρο. Με τον λόγο να μεταμορφώνει και να μεταμορφώνεται στα ορατά και αόρατα, σ’ αίσθηση και αισθητική. Σ’ αυτή την αναζήτηση του αγνώστου, κάνοντας βουτιές στην ανυποταξία της ψυχής, στο ανεκπλήρωτο και στη ρευστότητα της πραγματικότητας, με τον χρόνο, ένα γκρινιάρικο μωρό, προσπαθώ να επικοινωνήσω. Μες το ηλιόλουστο φως, η ποίησή μου μια ηλιαχτίδα, μια οπτική σ’ ένα σύμπαν μέσα και έξω από τον άνθρωπο που το ορίζω ουρανό.
Με τη λύρα του Ορφέα σας εύχομαι καλό ταξίδι».
Ας ακούσουμε πάλι τον ίδιον να μας (ξανα-)μιλάει από το οπισθόφυλλο του δεύτερου ποιητικού του εγχειρήματος:
«Εξακολουθώ να πιστεύω, ότι η ποίηση είναι ένα ταξίδι αναζήτησης, όπου περνάς πάνω από τα λογικοποιημένα σ’ έναν κόσμο αλληγορίας του ιδεατού. Είναι απόσταγμα, η απάντηση αν θέλετε στο ψεύδος της πραγματικότητας. Αφετηρία, μια παιδική καταγγελία και η συνειδητοποίηση της αδυσώπητης κρίσης. Ίσως γιατί ξεχάστηκε ότι ήμασταν κάποτε παιδιά. Ίσως γιατί το κρατάμε μυστικό. Δυστυχώς, ίσως γιατί θέλουμε να είμαστε πάντοτε μεγάλοι!!!
Εικόνες άξαφνες, ανάβοντας τον αναπτήρα στο λαγούμι της Πόλης. Αποτυπώσεις φρίκης και ενοχών. Τις σταχυολόγησα, έβαλα μουσική στις σκηνές του θεάτρου του παραλόγου, αναζητώντας την αιτία. Τα σαρκοφάγα κυριαρχούν σ’ αυτό το λαγούμι που η Πόλη κοιμάται, μ’ εμάς λεγεωνάριους του ψεύδους που αποδεχτήκαμε, κάμνοντας κινήσεις αργές, μην ξυπνήσει. Προσπαθώ να την αφυπνίσω, κραυγάζοντας απ’ τα τείχη της πανάρχαιας μάνας της, που γεννοβολάει ασταμάτητα. Δεν ξέρω κατά πόσο τα καταφέρνω, γι’ αυτό κλείνω αυτήν την ποιητική συλλογή με ένα παραμύθι, για την συνέχιση του μακάριου ύπνου κάποιων. Η έκπληξη στο τέλος με την ματιά του Νάσου, μια ματιά ανάσας και ελπίδας».
Ποιητική συγγενεύουσα με τη στιχουργική, απόηχοι Σεφέρη, Δημουλά, Καββαδία, νεολογισμοί κι αιρετική χρήση της γλώσσας. Συνειδητές ανορθογραφίες κι ασυνταξίες. Διάσπαρτη ή συνεχόμενη «φτωχή» ομοιοκαταληξία, χωρίς ίχνος ανατροπής ή ειρωνείας. Ο σαρκασμός συνοδεύει τον ελεύθερο στίχο του Ευγένιου Δαμουλάκη. Στην ποιητική του ιδιόλεκτο ενσωματώνονται παρωχημένοι τύποι και λόγιες λέξεις, οι οποίες είτε τελούν προ πολλού εις αχρησίαν είτε ξαναλιώνονται στο καμίνι της έμπνευσης του στιχοπλόκου. Η «σκοτεινιά» του μοντερνισμού συναντάει την αστραφτερή ελαφράδα των λαϊκών ασμάτων, ενώ στο επίπεδο της θεματολογίας το εφηβικό άγχος της αλλοτρίωσης κατατρύχει τον ποιητή. Αν έπρεπε να μεταπλάσω τη θεματική του σε μια κεντρική ιδέα, θα έλεγα: ψυχή εκτεθειμένη, απροστάτευτη στη σκοτεινιά του κόσμου.
Εν κατακλείδι, ένα ελκυστικό, αξιομελέτητο, αλλά άνισο πόνημα.