Είναι μικρό σε έκταση, αλλά αυτό δεν λειτουργεί καθόλου αρνητικά για ένα βιβλίο, ειδικά όταν αυτό είναι πνευματώδες.
Πρόκειται για τα «Σεμινάρια δημιουργικής γραφής »του Αλέξη Πανσέληνου που πραγματικά χαρακτηρίζονται από θαυμαστή οικονομία και υποδειγματική πύκνωση. Ο Πανσέληνος, ένας δοκιμασμένος πια πεζογράφος, με παιγνιώδες αλλά και σαρκαστικό κάποιες φορές ύφος αναφέρεται σε ομότεχνους, αλλά και παθιασμένους αναγνώστες και τους επισημαίνει κάποια βασικά στοιχεία σχετικά με την τέχνη της λογοτεχνίας. Δεν φλυαρεί, γίνεται «σκληρός» ίσως εν μέρει, όμως είναι τόσο ουσιαστικός, που δεν μπορείς να μην τον λάβεις σοβαρά υπ’ όψιν. Η εμπειρία του με τη γραφή του έχει χαρίσει κάποια «δώρα», του έχει διδάξει πράγματα πολύτιμα, τα οποία ο ίδιος τώρα μοιράζεται άμεσα, χωρίς να έχει ύφος διδακτικό, κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό άλλωστε.
Άτυπα λοιπόν σεμινάρια δημιουργικής γραφής με τη μορφή αποφθεγμάτων περί λογοτεχνίας, της πρακτικής και της υφής της. Γενικά, τα σεμινάρια τέτοιου είδους κατά καιρούς έχουν απασχολήσει όλον τον κόσμο που σχετίζεται με το λογοτεχνικό φαινόμενο. Και είναι βέβαιο πια ότι δεν λείπουν ούτε από την Ελλάδα, ούτε από το εξωτερικό, ίσως είναι και απαραίτητα πια, έχουν αποτελέσει και μαθήματα στο πανεπιστήμιο. Πάντως έχουν γίνει καθεστώς και μάλιστα διακηρύσσουν ότι ακόμα κι αν συγγραφέας γεννιέται κανείς, ο καλός συγγραφέας γίνεται. Ασκούμενος σωστά ή γνωρίζοντας κάποια μυστικά της τέχνης, ή έχοντας μαθητεύσει κοντά στους μετρ του είδους. Ο Πανσέληνος στη σελ 12 γράφει με ειρωνική διάθεση: «Μη γράφετε όπως οι δάσκαλοί σας. Ποτέ δεν θα γίνετε σαν αυτούς. Συχνά ευτυχώς». Και παρακάτω θα επισημάνει πως οι καλύτεροι τεχνίτες δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως είναι και οι καλύτεροι δάσκαλοι.
Περιδιαβαίνοντας μέσα στο καλαίσθητο βιβλίο από τις εκδόσεις Κίχλη, δεν μπορούμε να μην σταθούμε στα όσα γράφει περί μοντερνισμού. Ναι, όντως δεν είναι επίτευγμα. Συχνά βλάπτει κιόλας την τέχνη, αν σκεφτεί κανείς, στην ποίηση για παράδειγμα κυρίως, πόσες ποιητικές συλλογές «καίγονται» επειδή είναι γραμμένες «μοντέρνα», αλλά δεν λένε τίποτα απολύτως. Ακόμα, ο συγγραφέας καταπιάνεται με τη σωστή διάδραση συγγραφέα-αναγνώστη, με το μπονζάι κείμενο, με την υφή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, αλλά και την πειθώ της αφήγησης, με τις αναγνωστικές τακτικές, με την αποδόμηση, τις βραβεύσεις, την τέχνη και την επιστήμη, την αντιγραφή-λογοκλοπή, τα λογοτεχνικά τσιτάτα που μπαίνουν ως μότο στα κείμενα των συγγραφέων, το τι σημαίνει να μπει ένα βιβλίο στα ευπώλητα των εφημερίδων.
Όσον αφορά στους προλόγους και στα επίμετρα που συνοδεύουν τα λογοτεχνήματα λέει τα εξής: «Τις περισσότερες φορές είναι ασκήσεις φιλαρέσκειας ανθρώπων που πιστεύουν πως το έργο σημαίνει μόνο ό,τι εκείνοι κατάλαβαν». Επίσης, τι συμβαίνει με τα βιβλία που φαίνονται δυσνόητα; «Πριν απελπιστείτε με τις ανεπάρκειές σας, εξετάστε το ενδεχόμενο ο συγγραφέας να γράφει ανοησίες.» Τέλος, στη λογοτεχνία το πώς έχει περισσότερη βαρύτητα πάντα από το τι. Τα υλικά είναι κοινά για όλους, αλλά το θέμα είναι πώς πραγματεύεται ο δημιουργός το κοινό, το τετριμμένο θέμα. Αν το πραγματεύεται με τρόπο πρωτότυπο ή βαρετό και συνηθισμένο. Αν με το έργο του εισάγει το νέο και κάνει έτσι το προχώρημά του. «Μην ψάχνετε θέματα πρωτότυπα. Δόξα μεγάλη να μιλήσετε πρωτότυπα για τα τετριμμένα», διαβάζω στο βιβλίο.
Ο Πανσέληνος με χιούμορ αλλά και κριτική σκέψη αναφέρεται και στο τι δεν είναι λογοτεχνία. Τονίζει και ότι Τέχνη με Τ κεφαλαίο κάνει κανείς σβήνοντας πιο πολύ παρά γράφοντας. Tο the point, με σοβαρότητα και αλήθεια, «κάνει τον δικηγόρο του διαβόλου», όπως σημειώνει ο ίδιος στην εισαγωγή του. Καταθέτει λιτά και χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς πλατειασμούς και φλυαρίες, 48 πολύτιμους αφορισμούς πάνω στους οποίους αξίζει κανείς να σκεφτεί και να εμβαθύνει.