Ο Γιάννης Μαργέτης σπούδασε στο ΤΕΦΑΑ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 30 άρθρα στο περιοδικό Ρεσάλτο του Θύμιου Παπανικολάου. Το πρώτο του συγγραφικό βήμα ήταν η συλλογή διηγημάτων «Παράδοξη Περιπέτεια», που εκδόθηκε το 2011. Σε αυτό καταγράφεται μια κραυγή αγωνίας για όσα βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος και μια προσπάθεια φυγής προς το φανταστικό. Το παρόν βιβλίο του, «Σε ξένο κόσμο», αποτελεί το δεύτερο συγγραφικό του βήμα και αποτελείται από μικρές ιστορίες τρόμου που έχουν χαρακτηριστικά και αστυνομικού μυθιστορήματος και υπερρεαλισμού, κατατάσσοντας το βιβλίο αυτό στο είδος της φανταστικής λογοτεχνίας.

Τέσσερις παράξενες ιστορίες, μια νουβέλα και τρία διηγήματα, συνθέτουν το βιβλίο «Σε ξένο κόσμο». Οι ήρωες των ιστοριών είναι συνηθισμένοι άνθρωποι, ή αλλιώς άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι οποίοι βιώνουν κάποιες ασυνήθιστες και παράδοξες καταστάσεις. Ο συγγραφέας περιγράφει και διερευνά τις αντιδράσεις τους κάτω από αυτές τις παράξενες συνθήκες. Η απογύμνωση της τρέχουσας καθημερινότητας από καθετί συνηθισμένο και φυσιολογικό είναι το πλαίσιο στο οποίο βάζει τους ήρωές του να δράσουν και να αντιδράσουν.

Στην πρώτη ιστορία, στην ομώνυμη νουβέλα «Σε ξένο κόσμο», ο ήρωας είναι ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος ο οποίος προβαίνει κατά τύχη, μέσω μιας κάμερας που αγοράζει, σε μια συγκλονιστική και ανατρεπτική για την έως τώρα ζωή του ανακάλυψη. Ποιες είναι οι αντιδράσεις του και πού θα τον οδηγήσει αυτή η νέα πραγματικότητα; («Η κάμερα περιστράφηκε και πάλι. Το πρόσωπό του τον κοιτούσε και του χαμογελούσε ακόμη. Και το χαμόγελο απέκτησε δόντια πριονωτά. Το χαμόγελο πλησίασε την οθόνη ώσπου την κατέλαβε εξολοκλήρου. Διαπίστωσε ότι τα δόντια ήταν μεταλλικά. Το χαμόγελο έγινε χάσμα και διευρύνθηκε. Θα κατάπινε την κάμερα. Το χάσμα έγινε το δωμάτιο. Θα κατάπινε τον ίδιο. Απελευθέρωσε το στόμα του και ούρλιαξε», σελ. 39).

Στο διήγημα «Τ’ αγκάθια μεγαλώνουν», ο ήρωας της ιστορίας μεταμορφώνεται σε ένα αγκαθωτό τέρας χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι για να αλλάξει τη μετάλλαξη αυτή. Έπειτα, στο διήγημα «Δύσκολη Νύχτα», ο αφηγητής δέχεται μια νύχτα ένα τηλεφώνημα από ένα φίλο του ο οποίος τον εμπλέκει άθελά του σε ένα έγκλημα πάθους και η τροπή της ιστορίας ανατρέπεται ολοσχερώς.

Το τελευταίο διήγημα, «Το χαμόγελο Του Κυρίου Μ», αφορά την ιστορία ενός καθημερινού πολίτη ο οποίος διαπομπεύεται και βρίσκεται στο στόχαστρο με όλα τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάνω του, επειδή δεν καταναλώνει ένα συγκεκριμένο προϊόν το οποίο καταναλώνουν όλοι οι υπόλοιποι. («Ώστε κατηγορούμαι και διαπομπεύομαι, επειδή δεν αγοράζω το Προϊόν; Και είναι δυνατόν να είμαι ο μοναδικός σε ολόκληρη τη χώρα, ο οποίος δεν το αγοράζει; Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Δεν μπορεί να συμβαίνει. Όμως, το βλέπω τώρα μπροστά μου. Το ζω. Κατηγορούμαι γι’ αυτό. Άρα είναι αληθινό. Όσο απίθανο κι αν είναι», σελ. 158).

Και οι τέσσερις αυτές ιστορίες αφορούν ποικίλες μορφές που μπορεί να λάβει η πραγματικότητα όπως την ξέρουμε, διαφορετικές μορφές και πρόσωπα που μπορεί να εκδηλώσει ο καθένας μας.  Οι ήρωες των ιστοριών, καθημερινοί άνθρωποι, έρχονται αντιμέτωποι με μια κατάσταση εντελώς ξένη προς αυτήν που ήδη ξέρουν. Όλα ξαφνικά ανατρέπονται. Αυτή η ανατροπή προκαλείται από το γεγονός ότι δεν γνωρίζουν απόκρυφες πτυχές του εαυτού τους. Ο κύριος υπαίτιος για όλα αυτά είναι η άγνωστη πλευρά του εαυτού τους. Η έλλειψη αυτογνωσίας τούς εγκλωβίζει σε έναν κόσμο ξένο και παντελώς άγνωστο. Κατά πόσο όμως ο «ξένος αυτός κόσμος» προσεγγίζει την αλήθεια;

Ο συγγραφέας είναι αινιγματικός προκαλώντας τον προβληματισμό του αναγνώστη γύρω από την πραγματικότητα που βιώνει και ο ίδιος στην καθημερινότητά του. Η γλώσσα του ρέει αβίαστα και ο λόγος του είναι κοφτός, αποτυπώνοντας όλες τις σκηνές τρόμου και αγωνίας των ηρώων. Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα μυστηριώδες αναγνωστικό ταξίδι, με αρκετές στιγμές κορύφωσης της αγωνίας του, από το οποίο ο αναγνώστης μπορεί να βγει μόνο κερδισμένος.