Διαβάζω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Η Κατερίνα Αυγέρη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982. Σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στην Πολιτιστική Διαχείριση από το Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πρώτη της ποιητική συλλογή “Νυχτερινή Λήψη” (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) δημοσιεύτηκε το 2009». Σταματώ εδώ για να προβληματιστούμε ομού για τις διακειμενικές αναφορές-παραπομπές στο έργο μιας νέας γενιάς ποιητών που είναι τόσο μορφωμένοι και γραμματιζούμενοι που νιώθουν αναγκασμένοι να αποδείξουν την παιδεία τους ή –για να το πω αλλιώς– η παιδεία τους κραυγάζει μέσα από το έργο τους, προς όφελος βεβαίως του «έντεχνου» λόγου κι ενίοτε εις βάρος του πηγαίου αυθορμητισμού κάθε γνήσιου ποιητή που επιθυμεί να επι-κοινωνήσει διά του εκπεφραζόμενου νοήματος-αισθήματος. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ. Η ποίηση ήταν ανέκαθεν κοινωνικώς στοχευμένη ενέργεια, ακόμα κι όταν απευθυνόταν σε ένα –κάθε φορά– αντικείμενο του πόθου. Ακόμα κι οι τροβαδούροι του Μεσαίωνα, οι υπεύθυνοι για τις ερωτικές καντάδες, οι αρχαίοι έλληνες λυρικοί, εγνώριζαν ότι –εφ’ όσον δημοσιοποιούν το αποτέλεσμα της ποιητικής τους εγρηγόρσεως– γίνονται αυτόχρημα λειτουργοί μιας αισθητικής θέασης του κόσμου που τους υπερβαίνει. Η μόρφωση και τα πτυχία –ειδικά στο βιογραφικό μιας ποιητικής συλλογής– είναι μια έξωθεν μαρτυρία για το έντεχνο και μη αυτοσχέδιο ή «ναΐφ» του κοινωνούμενου νοήματος. Έτσι η γραπτή, τυπωμένη ποίηση (γιατί ο κόσμος του Διαδικτύου είναι εξ ορισμού περισσότερον πηγαίος και αυθόρμητος) ερωτοτροπεί με το δοκίμιο και την πεζολογία, καθίσταται «μικρή φόρμα» εκφράσεως συμπεπυκνωμένων νοημάτων-καταστάσεων-αισθημάτων. Αυτός είναι ίσως κι ο λόγος που –όταν δεν συνοδεύεται από αξιοσημείωτη δραματικότητα– γίνεται με τα χρόνια περισσότερο φιλολογική, μεταθέτοντας το κοινό της σε ένα «target group» με πτυχία και μεταπτυχιακά υψηλού επιπέδου. Μόνο που τότε υποκαθιστά ή εκλαϊκεύει τη φιλοσοφία και καθίσταται ποιητικός στοχασμός μάλλον παρά ποίηση. Η αυτοψυχανάλυση, η ομφαλοσκόπηση, η ξενάγηση σε δαιδαλώδη εσωτερικά τοπία σε μια γλώσσα λόγια που μοιάζει μάλλον «επίσημη» παρά επικοινωνιακή, έφτασε σε τέτοιον ύψιστο βαθμό, όπου η άλλοτε θεατρική-κοινωνική λειτουργία της Ποιήσεως να μετατρέπεται σε ατομική μη διαδραστική επιβολή ενός μονολόγου, παραλλήλως με τους μονολογούντες κατά τις παρουσιάσεις των ποιητικών συλλογών. Τελικά, ποιος ο κοινωνικός ρόλος της ποίησης σήμερα;

Αυτό αναρωτιέται ορθώς κι η επαρκής αναγνώστρια-ποιήτρια Κατερίνα Αυγέρη στο ποίημα «Υπολογισμοί» (σελ. 30):

Ξυπνώντας καθημερινά με μια ώρα λιγότερη ζωή

Δεν προλαβαίνουν να ρωτήσουν τους στίχους τους πώς να γραφτούν

Παρά τους σκαλίζουν όπως

Όπως για να δουν αν θα καούν και ζεστάνουν κάποιον.

Τέλειο. Πιο καθαρά δεν θα μπορούσε να ειπωθεί. Όμως η ποίηση της Κατερίνας Αυγέρη, όσο κι αν είναι «λόγια», δεν είναι ποίηση ποιητικής, αλλά εκπεφρασμένη ποιητική αγωνία για το ανούσιο της ύπαρξης, την απώλεια της παιδικής αθωότητας και τη νοσταλγία της, για την αλλοτρίωση και τους συμβιβασμούς, για τον έρωτα και τις δεσμεύσεις, για τις συμβάσεις και την ανάγκη για ελευθερία, για τον Θάνατο –εν τέλει– που καραδοκεί στη σκοτεινιά περιμένοντας να προσποριστεί το νόμισμα από το στόμα του νεκρού, το οποίο προλαβαίνουν –φευ– οι επιτήδειοι ζωντανοί να υποκλέψουν. Πολύ ωραία εικόνα κι εύρημα. Σωστή κι ακριβοδίκαια παρατήρηση της ανθρώπινης φύσης, που δεν ορρωδεί προ ουδενός και δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, ειδικά στα χρόνια της Κρίσης που επιβιώνουμε όπως όπως.

Θα περίμενα περισσότερη ειρωνεία, περισσότερο αυτοσαρκασμό και βιτριολική μαχητικότητα από μια σύγχρονη ποιήτρια. Είναι πολύ ωραιοποιημένα, πολύ «στρογγυλά» τα λόγια της. Δεν έχουν αιχμές και γωνίες. Όμως η σφαίρα είναι ένα τέλειο σχήμα που δεν υπάρχει στη Φύση και μόνον στον κόσμο των πλατωνικών Ιδεών ανευρίσκεται. Επομένως, αναμένω περισσότερο πραγματισμό ή –έστω– αληθοφάνεια από τους σύγχρονους ποιητές.

Αυτό βεβαίως δεν συνιστά ψόγον αλλά ευσεβή πόθο ενός συν-δημιουργού επαρκούς αναγνώστου.