Στο τρίτο και φαρμακερό μυθιστόρημά της η Κανή Καραβά συμπλέκει, εμπλέκει, διαπλέκει, πρόσωπα και καταστάσεις από την Αλεξάνδρεια των αρχών του αιώνα, στην Κατοχή, στη χούντα, στον αντιδικτατορικό αγώνα, στην άνοδο και στην πτώση της θρυλικής και καλοζωισμένης γενιάς του Πολυτεχνείου, για να ακολουθήσει τα πρόσωπά της (όλοι οι ήρωες και οι ηρωίδες είναι ανακλάσεις της ψυχοδυναμικής προσωπικότητας του συγγραφέα) μέχρι τον Μάρτιο του 1993, όπου με ένα συγκρατημένα μελοδραματικό happy-end ξαναβρίσκει (για πάντα;) τον τέλειο, εξιδανικευμένο κι αιωνίως ερωτευμένο με την κεντρική ηρωίδα άντρα των ονείρων της.

Η συγγραφέας κατέχει καλώς την τέχνη να συνθέτει το αφηγηματικό της μωσαϊκό από ετερογενή υλικά. Δεν καταφρονεί τις ευκολίες των ευπώλητων μυθιστορημάτων, αλλά επιδεικνύει και άκρα επιστημονικότητα όταν με βιβλιογραφικές αναφορές (σελ. 160) μάς γνωστοποιεί τα πάντα για την παραγωγή και κατεργασία του σάπωνος. Η ενδεικτική της βιβλιογραφία αποτυπώνεται στο τέλος του βιβλίου (σελ. 337). Πέρα όμως από τις κατακτημένες ευκολίες της, η Κανή Καραβά διαθέτει την άνεση του αετού που ατενίζει τα ανθρώπινα από μακριά, αλλά ουδέποτε «αφ’ υψηλού». Συμπάσχει, χάνεται αλλά ουδέποτε πελαγοδρομεί στα «τριπάκια» των ηρώων της. Σαν τον αετό βουτάει, αρπάζει και φεύγει, απογειώνεται για να μη βουλιάξει για πάντα και παγιδευτεί στην κινούμενη άμμο των ανθρώπινων παθών. Γιατί εκεί βεβαίως είναι το θέμα όλων των μυθιστορημάτων που σέβονται τον εαυτό τους. Η περίπλοκη και ταυτόχρονα απλοϊκή ανθρώπινη κατάσταση με τις άπειρες διαστρωματώσεις κι επικαλύψεις συμφερόντων, επιθυμιών, πόθων και η αέναη εναλλαγή αγάπης-μίσους, έρωτος-προδοσίας, χαράς-λύπης, θανάτου-ζωής. Ο Χρόνος δεν είναι αμείλικτος για την Κανή Καραβά. Είναι, αντιθέτως, λυτρωτικός. Όλα σαπίζουν κι αναγεννώνται. Κόντρα στις πλαστικές επεμβάσεις, συμφιλίωση με τις ρυτίδες, σε συνδυασμό με κάποια νευρογενή ανορεξία και επιλεκτικές καταπόσεις αλκοόλ, η αντιερωτική κι αντικαταναλωτική – στην αρχή – ηρωίδα της βρίσκει στο τέλος τη Χρυσή Τομή ανάμεσα στα θέλω και στο είναι της. Ζει μακριά από την επιφανειακότητα της μικροαστικής φρεναπάτης, αλλά απολαμβάνει τα μεσοαστικά αγαθά με μέτρο και με την αθωότητα μιας αλεπούς που υποδύεται τη γατούλα, μόνο και μόνο για να καθίσει δίπλα στο τζάκι και να απολαύσει την αίσθηση του πανάκριβου κασμίρ πάνω στο γυμνό της δέρμα. Είναι όμως έτοιμη κάθε στιγμή να δείξει τα νύχια της, να ασκήσει την πονηριά της, να προδώσει, αλλά ουδέποτε να προδοθεί οικειοθελώς. Και το βασικότερο: δεν ξεχνάει, δεν λησμονεί, δεν μοιράζει συγχωροχάρτια.

Το στοιχείο της ειρωνείας, ο σαρκασμός των άλλων κι ο συγκρατημένος υποδόριος αυτοσαρκασμός είναι το υφολογικό ατού της δεξιοτέχνιδος Κανής Καραβά. Η ιδιόλεκτός της, απλή και καθημερινή, απαλλαγμένη από επίθετα και καλολογικά στοιχεία, μιμείται επιτυχώς ντοπιολαλιές και ιδιοσυγκρασίες ανθρώπων. Γλώσσα στυγνή, κινηματογραφική, αποστεωμένη, λογοτεχνική εξ αντιθέτου, καίρια και δραματική. Η Κανή Καραβά δεν μοιάζει να βιάζεται να δρέψει δάφνες και να αποσπάσει (τι ωραίο ρήμα! Κυριολεκτικό!) λογοτεχνικά βραβεία. Όχι, νοιάζεται να ζήσει. Και, μάλλον, ζει καλύτερα γράφοντας. Αυτό είναι το τρίτο της μυθιστόρημα. Να τα εκατοστίσει!