Ποιητική πρόζα υψηλών προδιαγραφών κι αφηγηματικής συμπύκνωσης σε τέτοιο βαθμό που να μοιάζει σχεδόν εικονογραφία αγνώστων αγίων άφαντης θρησκείας. Αυτή η εικονοπλαστική σχέση του ποιητή με τον αρθρωμένο λόγο αποκτά μία δόμηση τελείως ξένη προς μεταμοντέρνους πειραματισμούς αφού ερωτοτροπεί με το κλασικό και φλερτάρει με τον νεοβυζαντινό εξιδανικευτικό ρομαντισμό.

1.

«Κάθε έργο τέχνης είναι μια μοναξιά υπό κατασκευή», είπε ο

Θεός μες στο ιδιωτικό σκοτάδι του πριν αρχίσει την εξαήμε-

ρο δημιουργία.

Η ποίηση του Δημήτρη Αγγελή είναι εικαστικώς εικονογραφήσιμη σε καμία όμως περίπτωση εικονοκλαστική ή εικονολατρική. Το αντίθετο. Εκείνο το περίφημο «Πίστευε ΚΑΙ ερεύνα» είναι σύμφυτο με την ποιητική του υπόσταση χωρίς να γίνεται σε ουδεμία περίπτωσιν ιερόσυλο.

3.

Μια εγκαταλελειμμένη κουβανική δεκαετία μέσα μου. Οι

τοίχοι γεμάτοι κουνούπια. Η βρύση στάζει φεγγάρια

άμμο. Κι οι κύκνοι είναι από σύρμα.

            Καθόμαστε στις πλαστικές καρέκλες κι η σερβιτόρα μάς

περνάει για ξένους. Κάθε απόγευμα ένα κήτος ξεβράζει τον

Ιωνά που αναγγέλλει τη σωτηρία μας (όμως εμείς αγαπιό-

μαστε χρόνια). Παριστάνοντας τους έκπληκτους, τον χειρο-

κροτούμε και τρέχουμε στην ακρογιαλιά να του σφίξουμε το

χέρι.

Λυρικός υπαρξισμός νοσταλγικός αν και χιλιοφορεμένος, προσδίδει στο έργο του Δημήτρη Αγγελή μια πατίνα χρόνου που θαρρείς πως δεν κυλά ανάμεσα από τα γραπτά του, σαν να πάγωσε στην ώρα της μεγάλης φρίκης από τη θέαση της Μεταμόρφωσης απάντων γύρω μας σε Φως καθαρό…

5.

Το σύννεφο έσταζε έξω απ’ το κάδρο. Εκεί είχε ακουμπήσει ο

κουτσός την πατερίτσα του. Εκεί είχε παρατήσει το παιδί το

ποδήλατό του. Τώρα πια θα έχουν όλα βουλιάξει στη λήθη.

            Έγκλειστος σ’ ένα δωμάτιο ακούω το νερό να κυλάει –

ωκεάνια αίσθηση. Στον ύπνο μου ο ουρανός έχει το χρώμα

της σκουριάς, ο ήλιος τη λάμψη απ’ τα δόντια του σκύλου κι

ο Σικελιανός μού απαγγέλει ένα ποίημα κρατώντας ρομ-

φαία. Άραγε με ονειρεύεται κι εκείνος καμιά φορά όταν δια-

βάζω τους στίχους του;

            Αύριο θα ελευθερώσω έναν γρύπα στον ουρανό. Αν δεν

επιστρέψει ώς το βράδυ, θα έχουμε αγγίξει την κορυφή τού

όρους Αραράτ.

            Τότε θα ξαναγράψω για σένα.

Κι ο «παράδεισος της παιδικής ηλικίας» χαμένος για πάντα. Υπερχειλίζοντα συναισθήματα-νερά. Το «ωκεάνιο συναίσθημα» όμως, τόσο γνωστό στους εκστατικούς ποιητές, αυτοσκοπός κι ανταμοιβή των πεζολογικών μας κόπων.

7α.

Είσαι εκείνο το σπασμένο σώμα στο ημίφως που μυρίζει φω-

τιά γιατί ποτέ του δεν εξημερώθηκε. Είσαι ο αέρας που φύ-

σηξε ανάμεσα στις ηττημένες λέξεις μου και τις έκανε τα

στάχυα που μαζέψαμε για να ’χουμε αύριο στο τραπέζι μας

ψωμί. Είσαι η έκκληση του επόμενου φιλιού που επικαλείται

την ανάμνηση του προηγούμενου με τα μάτια εκείνου του

σκύλου που διέσωσε μια Κυριακή στο βλέμμα του το χάδι

σου. Είσαι ένας πειρασμός γκρεμού και κήπου ανεξάντλη-

του, όλο μηλιές κι άπιαστες άκρες ποιήματος. Είσαι ο ηλε-

κτρισμός ενός ισπανικού Αυγούστου καθώς νυχτώνει δίπλα

στο ποτάμι και ρίχνεις την κόκκινη ζακέτα πάνω στους

ώμους σου. Είσαι μια πόλη με ψιλόβροχο στις συλλαβές της:

το δικό μου Άσμα Ασμάτων.

Ο Έρωτας μια απουσία ή μια εξιδανικευμένη αφορμή για θρήνο, άλλοθι μοναξιάς, στερεότυπο αργής στυγνής αποξένωσης από τον έφηβο που αποτετανώθηκε μέσα μας σε μια στιγμή ανείπωτης φρίκης.

8.

Πήρα τότε την απόφαση να μετακομίσω στον Πειραιά, επει-

δή η Αγία Τερέζα μού τηλεφωνούσε μετά θάνατον για να μου

διαβάσει ποιήματα και δεν μπορούσα τα βράδια να κοιμηθώ.

 Η Ποίηση, όχι, δεν είναι ελιξίριο, αλλά τα πειστήρια μιας μοναξιάς, τόσο στυγνής που καταντά αφόρητη. Ειλικρίνεια, αποφυγή ωραιοποιήσεων, η αγιότητα δεν είναι το ζητούμενο, αλλά η ζωή, η πραγματική, η απτή, η υλική, μακριά από υποσχέσεις μεταθανάτιων ηδονών κι αποζημιώσεων για τον χαμένο Χρόνο.

 14β.

Ακούω χερουβικά στη διαπασών κι έξω χιονίζει. Αναβοσβή-

νουν τα λαμπιόνια των χριστουγεννιάτικων δέντρων στον

δρόμο. Όμως εγώ είμαι το αρνητικό του χιονιού. Κι εσύ

είσαι η Χώρα του Ποτέ. Περπατώντας στον ύπνο μας έχου-

με ήδη ξαναβρεθεί σ’ ένα ξέφωτο, όπου ένας ασκητής στέκε-

ται πάνω στα ερείπια των προσευχών του και μαστιγώνει με

λύσσα την πλάτη του. Από μια αθέατη πόρτα ξεπροβάλλει ο

Μαρμελάντωφ, «Έκανα λάθος», λέει, «ζητώ συγγνώμη». Κι

εξαφανίζεται.

Ο οραματικός χαρακτήρας του «ποιητή-προφήτη» αποκαλύπτεται εδώ κι ο λατινογενής «poeta-vates» ξαναζεί εδώ μιαν άλλη, αθέλητη μάλλον, μεταβίωσή του.

 21β.

 Πάνω απ’ τα σύννεφα της πόλης μας υπάρχει μια άλλη πόλη

δεμένη με σκοινιά. Ο καπνός από τις καμινάδες μας είναι τα

οπωροφόρα της δέντρα, τα όνειρα των παιδιών μας οι νιφά-

δες του χιονιού στα γοτθικά καμπαναριά της, τα πιο ταπεινά

μας λόγια οι σιτοβολώνες που ταΐζουν τα εξαφανισμένα θη-

λαστικά του δικού μας κόσμου, που εκεί συνεχίζουν αμέρι-

μνα τη ζωή τους. Στάχυα και σκιάχτρα ξεφυτρώνουν ακόμα

και μέσα στα σπίτια, αρχοντικοί κύκνοι κολυμπούν στα κα-

νάλια της πόλης κι αρκεί το βράδυ να βάλεις λίγο γάλα σ’ ένα

πιατάκι για να εμφανιστεί το κρυμμένο φεγγάρι του κήπου

σου. Εκεί ζει ο συλλέκτης των κορακιών, η οικογένεια Κα-

σκαμπέλ, ο ταριχευτής του Λένιν κι ο ευαγγελιστής Ιωάν-

νης. Εκεί ζει ο άγιος Παστερνάκ με το απαγορευμένο του

ποίημα «Άμλετ» και ο άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος με τα φα-

γωμένα νύχια του.

            Υπάρχουν πολλές ανεμόσκαλες, καταπακτές και άλλοι

κρυφοί τρόποι για να βρεθείς στην πάνω πόλη. Εγώ ανεβαί-

νω σβήνοντας μέσα στα πράσινα γατίσια μάτια σου.

Κι όλα καταλήγουν στον υπερ-ρεαλισμό, αφού ο «μαγικός ρεαλισμός» δεν μπορεί να υπερβεί τη «λογικοφανή» πραγματικότητα και η τόση πεζολογική χρήση της γλώσσας για πραγματιστικούς σκοπούς την έχει αλλοιώσει τόσο που η παλαιά, έμμετρη κι αρμονική ποίηση φαντάζει πλέον ανέφικτη… Απομένει ο μινυρισμός κι ο κόλαφος μιας απώλειας τόσο βαθιάς που μας καθιστά πεντάρφανους κι απομένουμε εδώ να μεμψιμοιρούμε για όσα είχαμε κι αυτά που χάσαμε στη διαδρομή προς την αυτογνωσία, εκείνο το πολύτιμο «γνώθι σαυτόν» που κόστισε πολλές ζωές και πληρώθηκε με αναρίθμητους θανάτους.

Εμπνευστική η ποίηση του Δημήτρη Αγγελή, εμπνέει και καθοδηγεί τους συνοδοιπόρους του στο Πνεύμα προς μία Έξοδο από τη σκοτεινιά που μας περιβάλλει κι απειλεί να μας καταπιεί. Ο ποιητής, μεγαλόψυχος και μεγαλορρήμων ευσχημονεί σε μια θολή, αχάριστη κι άκαρδη εποχή. Το Κενό δεν είναι τωρινό, όμως σήμερα έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα, τόσο που πρέπει να κρεμαστούμε σε άλλη πόλη, πάνω από τα σύννεφα, στη μυθική Νεφελοκοκκυγία ίσως προκειμένου να απολαύσουμε τις ηδονές της σάρκας εδώ και τώρα χωρίς βιβλικές απαγορεύσεις, ελεύθεροι σχεδόν… Αυτό το «σχεδόν» του τίτλου τα λέει όλα και σημαίνει διακριτικά το αδιόρατο αδιέξοδό μας, εγκλωβισμένοι σε ενοχές που δεν μας αναλογούν και δεν μας αξίζουν, αφού δεν κάναμε τίποτα πέρα από το Μέτρο προκειμένου να τις κατακτήσουμε. Κι η Υπερβολή είναι ίδιον της Ποιήσεως, όμως θέλει ακραία γενναιότητα κι ακραιφνή αντοχή αν επιμένεις να ασκηθείς σε αυτό το άθλημα, που έχει σαν έπαθλο πάντα ένα κερί κι ένα κρανίο…

Ο Δημήτρης Αγγελής γεννήθηκε το 1973, είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας, πολυβραβευμένος λυρικός ποιητής, ερευνητής της σχέσης Εικόνας-Λόγου και μελετητής των Γραφών, βιβλικών και μη…