Διακόσια χρόνια μετά τον θάνατο της Τζέιν Ώστιν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κοβάλτιο, σε μετάφραση Λαμπριάννας Οικονόμου –για πρώτη φορά στα ελληνικά–, το «Σάντιτον», το τελευταίο μυθιστόρημα της Αγγλίδας συγγραφέως, ανολοκλήρωτο μεν, όμως χαρακτηρίζεται από ωριμότητα σε σχέση με προηγούμενα έργα της. Αρχικός τίτλος του κειμένου «Τα αδέρφια» σύμφωνα με το χειρόγραφο της Ώστιν.

Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο η ατμόσφαιρα στήνεται, ο κύριος και η κυρία Πάρκερ έχουν την ευκαιρία να συστηθούν και να εκδηλώσουν το πάθος τους για το Σάντιτον, το ανερχόμενο θέρετρο με τις εξαίσιες προοπτικές να γίνει εκλεκτός προορισμός. Η συγγραφέας στέκεται στα πρόσωπα και στο ήθος τους, οι Πάρκερ και οι Χέιγουντ, ο τρόπος που μιλάνε, που συστήνονται, οι εμμονές τους, οι συνήθειές τους, το μωσαϊκό μιας εποχής ολόκληρης που ξεδιπλώνει το ήθος της. Μια χαλασμένη άμαξα γίνεται αφορμή για γνωριμίες οικογενειών, για ανταλλαγή απόψεων, για συνδέσεις ατόμων ετερόκλητων μεταξύ τους. Πολλές σελίδες αφιερώνονται για να αναλυθεί το ποιόν, αλλά και η ιστορία του κυρίου Πάρκερ, ο οποίος έχει το Σάντιτον ως σκοπό ζωής. Αυτή του η επιμονή, η μάλλον πρόκειται για εμμονή, να εκμοντερνίσει το Σάντιτον τον έχει  ολότελα κυριεύσει. Tούτη  η εμμονή είναι που δίνει και τον τόνο σε αυτήν την ιστορία. Είναι απορροφημένος με και αφοσιωμένος στην πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής. Επιστρατεύει όλη του την ευφράδεια για να πείσει τους νέους του φίλους, τους Χέιγουντ, να επισκεφτούν το μέρος αυτό αλλά μάταια, καθώς η  οικογένεια δεν είναι εξοικειωμένη καθόλου με τα ταξίδια. Εν τέλει η μία από τις κόρες των Χέιγουντ, η Σάρλοτ, υγιής, 22 ετών, θα φιλοξενηθεί στο Σάντιτον. Για όλα αναλαμβάνει να την κατατοπίσει ο κύριος Πάρκερ δίνοντάς της τις δικές του οπτικές για τα πράγματα και προσφέροντάς της το βλέμμα του.

Με γούστο και τόνο παιχνιδιάρικο δίνοντας βάση στη σκιαγράφηση χαρακτήρων, βάζοντας λεπτομερείς πινελιές, η ‘Ωστιν περιγράφει ή, μάλλον, ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας, έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει πρόσωπο και συνήθειες. Το πώς προσαρμόζονται οι άνθρωποι στις αλλαγές που τους έρχονται απρόσκλητες, ποια η θέση των φύλων σε όλα αυτά, πώς οι σημερινοί αναγνώστες και κυρίως οι αναγνώστριες προσλαμβάνουν την ‘Ωστιν, το αν έχει στις μέρες μας κάτι να πει ή μοιάζει παρωχημένη, όλες αυτές είναι παράμετροι προς έρευνα και διάλογο. Παρακάτω θα αναφερθούν στοιχεία που θα δείχνουν τη φεμινιστική τρόπον τινά κατεύθυνση του κειμένου, πράγμα πρωτοποριακό για την εποχή συγγραφής του έργου. Οι γυναίκες έχουν μέσα σε αυτό την τιμητική τους, προβάλλονται, προεξέχουν.

Στο τρίτο κεφάλαιο συναντάμε λέξεις και προτάσεις κλειδιά αναφορικά με τη θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία που το έργο προβάλλει: «Κάθε μέρος έχει και την εξέχουσα κυρία του. Στο Σάντιτον αυτή ήταν η λαίδη Ντέναμ». Εύπορη, ηλικιωμένη γυναίκα που έχει θάψει δυο συζύγους, ευυπόληπτη, που εκτιμά  την αξία των χρημάτων. Και εδώ να σημειωθεί ότι το χρήμα καθώς και το πώς αυτό κινεί τις ανθρώπινες συμπεριφορές είναι κάτι που επίσης χρειάζεται διερεύνηση.

Ξαναγυρίζοντας όμως στη λαίδη Ντέναμ, μια γυναικεία παρουσία που αποτελεί βασικό θεματικό άξονα του έργου, λέμε, για να εμβαθύνουμε στη ζωή της, ότι είχε παντρευτεί αρχικά έναν πολύ μεγαλύτερό της άντρα που της άφησε όλη την περιουσία του όταν πέθανε. Λατρεύει υπερβολικά το χρήμα, αλλά δείχνεται υπερβολικά πρόσχαρη και καλοσυνάτη. Την πολιορκούν πολλοί για την περιουσία της, αλλά εκείνη δείχνει να είναι πιο κοντά στον βαρονέτο σερ ‘Έντουαρντ και στην αδερφή του, τη δεσποινίδα Ντέναμ, ανιψιό και ανιψιά της, αντίστοιχα, από τον δεύτερο σύζυγό της. Ο κύριος Πάρκερ δηλώνει στη φιλοξενούμενή του Σάρλοτ ότι διαφωνεί με τη γυναίκα αυτή στον τρόπο που σκέπτεται αναφορικά με το χρήμα. Η δύναμή της είναι εμφανής, δεν παραγκωνίζεται εύκολα. Πολλοί κοιτούν να επωφεληθούν. Και το παιχνίδι ανταγωνισμού για την κληρονομιά φαίνεται να αποκτά ενδιαφέρον όταν μπαίνει στο προσκήνιο και μια νέα συνοδός της λαίδης Ντέναμ, η νεαρή, προσιτή και ευγενική Κλάρα Μπρέρετον, η  πιο φτωχή και απροστάτευτη ανιψιά που όμως αποτελεί αντίπαλο του σερ Έντουαρντ και τυγχάνει της προστασίας και της αποδοχής της γηραιάς κυρίας. Οι γυναίκες λοιπόν με σχέσεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους λύνουν και δένουν στο περιβάλλον του Σάντιτον, έχουν ισχύ και λόγο και επιβάλλουν το ήθος και τον λόγο τους για τα πράγματα. Και έρχεται εδώ η πολύ εύστοχη και ειρωνική  παρατήρηση  του κ. Πάρκερ, καθώς εξηγεί την κατάσταση στη φιλοξενούμενή του Σάρλοτ: «Οι γυναίκες –με εξαιρέσεις, ασφαλώς– καταλαβαίνουν αμέσως και συμπονούν η μία την άλλη».

Επιβολή είναι η λέξη. Γυναίκες όλων των ηλικιών κινούν τα νήματα, η παρουσία και οι ενέργειές τους καθορίζουν το τοπίο μιας κοινωνίας, ενός κλειστού περιβάλλοντος. Και ίσως να μην είναι και τόσο αθώες ή τόσο αμέριμνες όσο θα ήθελαν να φαίνονται.

Και η νεαρή Κλάρα, ενώ στην αρχή αντιμετωπιζόταν από τον περίγυρο με καχυποψία ή και απέχθεια, κατορθώνει να κερδίσει τους ανθρώπους και να γίνει ευρέως αγαπητή. Η ισορροπημένη συμπεριφορά της διαλύει τις προκαταλήψεις και θεωρείται αξιόπιστη. Λέγεται χαρακτηριστικά ότι: «Ήταν εξαιρετικά προσιτή και ευπαρουσίαστη – και εφόσον είχε το προνόμιο να απολαμβάνει την αύρα του Σάντιτον, η ομορφιά της ήταν απόλυτη».

Ακόμα, αναφορικά με την κατάσταση των φύλων, μπορεί ο κύριος Πάρκερ να λέει ότι επιθυμεί τα αγόρια του να είναι σκληραγωγημένα, και να τρέχουν στη λιακάδα παρά να την αποφεύγουν, όμως το αρσενικό δεν είναι τόσο ισχυρό, δεν έχει τόσο ενισχυμένο ρόλο όσο το θηλυκό. Ακόμα και ο νέος αδερφός του, ο Σίντνεϊ, σκιαγραφείται ως ασταθής, τεμπέλης, όχι τόσο συνεπής, μονίμως απών. Είναι ο αδύναμος κρίκος, σε αντίθεση με τις αδερφές του που ποτέ δεν τον απογοητεύουν! Μάλιστα ο κύριος Πάρκερ λέει το εξής για να καυτηριάσει τον αδιάφορο και αναιδή αδερφό που δεν στέλνει ούτε ένα γράμμα :«Οι γυναίκες είναι οι μόνες επιστολογράφοι στις οποίες μπορείς να βασιστείς», με αφορμή τα γράμματα που λαμβάνει από τις δυναμικές αδερφές του. Εκείνες διαθέτουν ισχυρό, λαμπρό πνεύμα, αν και έχουν πολλά προβλήματα υγείας.

Μάλιστα μια από τις αδερφές του κυρίου Πάρκερ, που επισκέπτεται ξαφνικά το Σάντιτον, η Νταϊάνα, που είναι βουτηγμένη στην υπερβολή και πάντα πρόθυμη να κάνει πράγματα έχοντας μια βαθιά φιλοσοφία ζωής, αφήνει έκπληκτη τη νεαρή Σάρλοτ, που παραδειγματίζεται μοιραία από τις γυναίκες του Σάντιτον. Η φιλοσοφία λοιπόν της Νταϊάνας Πάρκερ συνίσταται στο εξής: «…έχουμε έρθει στον κόσμο για να φανούμε όσο το δυνατόν πιο χρήσιμοι, και όποιος διαθέτει νοητική δύναμη δεν πρέπει να βρίσκει δικαιολογίες ή να σκαρφίζεται προφάσεις λόγω σωματικής αδυναμίας. Οι άνθρωποι κατά βάση χωρίζονται σε πνευματικά αδύναμους και δυνατούς∙ σε αυτούς που μπορούν να δράσουν και σε αυτούς που δεν μπορούν∙ επιτακτικό καθήκον των ικανών είναι να φαίνονται χρήσιμοι σε κάθε ευκαιρία». Η δυναμική αυτής της ασθενικής γυναίκας είναι αντιπροσωπευτική όλων των θηλυκών του βιβλίου που ξέρουν να «στέκονται», να δρουν, να σκέφτονται πιο λειτουργικά απ’ ό,τι τα αρσενικά.

Επιπροσθέτως η  ίδια η 22χρονη μόλις Σάρλοτ εμφανίζεται περισσότερο συνετή από τον ενθουσιώδη και υπερβολικό κ. Πάρκερ που την προτρέπει σε σπατάλες στις οποίες δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Έτσι η Σάρλοτ αποφασίζει αυτοσυγκράτηση!

Η Ώστιν τονίζει τη γυναικεία σπιρτάδα, την ομορφιά, την ευφυΐα και το γυναικείο ήθος. Είναι χαρακτηριστικός και ο αλληλοθαυμασμός μεταξύ των γυναικών. Για παράδειγμα η Σάρλοτ θαυμάζει την ομορφιά και τη σαγήνη της Κλάρας Μπέρερτον. Η Σάρλοτ παρατηρεί τα πάντα, κάνει εύστοχες σκέψεις και απανωτές συνδέσεις για πρόσωπα και πράγματα, στάσεις και συμπεριφορές, κρατά τις αποστάσεις της και εδώ φαίνεται η μαεστρία και το ταλέντο της Ώστιν να δημιουργεί την ατμόσφαιρα εκείνη που θα κάνει αίσθηση και μάλιστα αναδύεται ατόφια μέσα από τα μάτια των ηρώων της.

Θαυμάσια η σκηνή που ο σερ Έντουαρντ και η Σάρλοτ μιλάνε για ποίηση και πάθη. Ο άντρας, παρεκτρεπόμενος σε κάποια φάση, μεταξύ άλλων, αναφωνεί, συγκρίνοντας τρόπον τινά τα δύο φύλα: «Οι εκλάμψεις του ταλέντου ξεκομμένες από το πάθος που φλογίζει το στήθος ενός άντρα, πιθανώς δεν συνάδουν με τον πληκτικό καθωσπρεπισμό του βίου. Και δεν μπορείτε, αξιολάτρευτη δεσποινίς Χέιγουντ, συνέχισε δραματικά, ούτε σεις ούτε οποιαδήποτε γυναίκα, να είστε δίκαιοι κριτές των λεγομένων, των γραπτών, ή των πράξεων ενός άνδρα που τον διαφεντεύει η παρόρμηση του αχαλίνωτου πάθους». Η Σάρλοτ δεν βρίσκει ενδιαφέρον στα λόγια του σερ Έντουαρντ, μάλιστα κάποια στιγμή τον χαρακτηρίζει  ανόητο και φανερώνει στον αναγνώστη τη σκέψη πως προτιμά τη συντροφιά της λαίδης Ντέναμ, κάνοντας μάλιστα την τολμηρή διαπίστωση πως ο «άντρας αυτός δεν έχει πνευματική διαύγεια, αλλά μανία να χρησιμοποιεί δύσκολες λέξεις που ήταν της μόδας λες και τις είχε αποστηθίσει».

H Ώστιν αναδεικνύει τις ηρωίδες της, τους δίνει προβάδισμα, τις πλάθει αυτάρκεις, δυνατές και ικανές πάντα για προβάδισμα. Έχουν άνεση η μία με την άλλη, διαθέτουν ακόμα σιγουριά, επικοινωνιακή χάρη, δεν φαίνεται να έχουν ανάγκη τα αρσενικά. Πάντα οι άντρες αποδεικνύονται ανεπαρκείς, προβληματικοί ή, έστω, λιγότερο ενδιαφέροντες.

Το κεφάλαιο 8 είναι ένα αριστούργημα αναφορικά με τον τρόπο που ηθογραφεί τον σερ ‘Έντουαρντ.

O σερ Έντουαρντ, φοβερός βιβλιοφάγος, αρκείται στο να απολαμβάνει την ανάγνωση ρομαντικών μυθιστορημάτων, ενώ στη ζωή του δεν είναι διόλου δραστικός σε αντίθεση με τη Σάρλοτ που έχει άλλες προτιμήσεις. Ο τρόπος που αναλύει τις λογοτεχνικές του προτιμήσεις είναι ενδεικτικός του τρόπου με τον οποίο βιώνει τα πράγματα γύρω του. Η φαντασία παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωή του, ενώ στις γυναίκες του έργου μας το μεγαλύτερο μέρος κατέχει ο ρεαλισμός. Πατούν γερά στα πόδια τους, κάνουν ευστοχότερες κινήσεις, είναι ευφυέστερες! Στόχος του σερ Έντουαρντ και επιθυμία του είναι να αποπλανεί κοπέλες, αλλά ήθελε κυρίως να αποπλανήσει την Κλάρα, να κάμψει την καρδιά της και να υπονομεύσει τις ηθικές της αρχές. Άλλωστε, τον εξίταρε το γεγονός ότι η Κλάρα ήταν σημαντική αντίζηλός του ως προς την εύνοια της λαίδης Ντέναμ. Σίγουρα θα την ένιωθε και ο ίδιος πιο ισχυρή από κείνον και ίσως το να την κατακτήσει ερωτικά θα ήταν και ο μόνος τρόπος να τη νικήσει, κάτι που αποτελεί ένα δείγμα «δειλίας» όπως και να το κάνει κανείς. Διαβάζω ακόμα από το κεφάλαιο 8: «Για τον σερ ‘Έντουαρντ –με τη στρεβλή θεώρηση των πραγμάτων, που θα πρέπει να καταλογίζεται στην έμφυτη νοητική του μειονεξία– το φρόνημα, τα χαρίσματα, η οξύνοια  και η επιμονή του κακού της ιστορίας υπερείχαν κάθε παράλογης και βάναυσης ενέργειας στην οποία προέβαινε αυτός ο ήρωας».

Ναι, είναι ηθογραφία το έργο της Ώστιν, αλλά δεν έχει τίποτα στείρο ή γραφικό. Με οξύ πνεύμα καταπιάνεται με την ουσία της ανθρώπινης κατάστασης και υπό αυτήν την έννοια μας ενδιαφέρει εμάς τους σύγχρονους αναγνώστες! Η Ώστιν με θάρρος ξεδιπλώνει τις ζωές των ηρώων, εισχωρεί στα άδυτα του βίου τους, τους φέρνει κοντά μας τόσο ζωντανούς και ατόφιους που νιώθουμε ευγνώμονες. Ταυτόχρονα ασκεί και την κριτική της. Η γυναίκα ως το υποκείμενο που δρα αναδεικνύεται μοιραία στα πλαίσια μιας φεμινιστικής οπτικής. Και γενικά ο τρόπος που δίνεται αυτή η οπτική είναι πρωτοποριακή για την εποχή της και  το σπουδαιότερο ανταγωνίζεται τις σημερινές οπτικές που αναφέρονται στα δύο φύλα και στον ρόλο τους. Για αυτόν ακριβώς το λόγο μιλάμε για ανάγνωσμα διαχρονικό που ακόμα και σήμερα δίνει τροφή για σκέψη!