Ένας μεταθανάτιος απολογισμός και το ταξίδι μιας ψυχής

Ο Σωτήρης Δημητρίου γεννήθηκε το 1955 στην Πόβλα Θεσπρωτίας και μεγάλωσε στην Ηγουμενίτσα. Το βιβλίο του ”Σαν το λίγο το νερό” αποτελεί, όπως λέει ο ίδιος, το τελευταίο μέρος μιας άτυπης τριλογίας πλάι στα ”Ν’ ακούω καλά το όνομά σου” (1993) και ”Τους τα λέει ο θεός” (2002). Ξεκίνησε με την ποιητική συλλογή ”Ψηλαφίσεις” το 1985 και συνέχισε ως διηγηματογράφος. Έχει υπηρετήσει πιστά τη μυθοπλασία στο διήγημα.

Στο νέο του αυτό μυθιστόρημα ο ήρωας πεθαίνει και, αφού η ψυχή του πάρει τη μορφή μιας πεταλούδας, αρχίζει τις περιπλανήσεις του στο σύμπαν. Διατηρεί τη μνήμη του και τη συνείδησή του, παρ’ όλο που είναι νεκρός. Ξεκινά ένα μεταθανάτιο απολογισμό της ζωής του και των πράξεών του. Παραθέτει κυρίως τις αδυναμίες του, όπως τις προδοσίες, τη δειλία του, τη μικρότητά του, τη λαγνεία του και την αυταρέσκειά του. Ο αφηγητής, που ταυτίζεται με το συγγραφέα, κατηγορεί τον εαυτό του για την έλλειψη συμπόνιας, την κολακεία, τη μισανθρωπία, την ψευδοευφυΐα του και την ατομικότητα. Κινείται πίσω και μπροστά στο χρόνο και συναντά έναν ”απεσταλμένο” του θεού. Ο μεγάλος πόθος του ήρωα-πεταλούδα είναι η επιστροφή στο χωριό του, όπου όλα είναι υπέροχα. Εκεί αφήνεται στο άκουσμα των γυναικών του χωριού, οι οποίες διηγούνται ιστορίες από το παρελθόν και ιδίως από τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου. Χρησιμοποιεί το ηπειρώτικο ιδίωμα για να περιγράψει τη ζωή στο χωριό. Μέσα από αυτό το ταξίδι στο γενέθλιο τόπο του και την εξύμνηση του χωριανικού τρόπου ζωής και της μητρικής του γλώσσας, ο συγγραφέας προβαίνει σε μια αντιπαράθεση της αποξενωμένης και χωρίς συναισθήματα ζωής στην πόλη με τον ”ευχαριστημό” της ζωής στο χωριό. ”Οι άνθρωποι της πόλης απαρνήθηκαν το δικό τους ατίμητο πλούτο χάριν των μετρήσιμων ένυλων και άυλων αγαθών… Σαν η μοναδική ιδιότητα του ανθρώπου να είναι πλέον η αγοραστική”.

Ο συγγραφέας καταθέτει τους προβληματισμούς του όσον αφορά την αλλοτρίωση του ανθρώπου στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Χρησιμοποιεί φιλοσοφικό και στοχαστικό λόγο και εξαίρει τις ανησυχίες του για τη ρηχότητα της ζωής των αστών, η οποία αγγίζει και τη γλώσσα. Ο λόγος των αστών πια δεν έχει ψυχή. Ο Σωτήρης Δημητρίου χρησιμοποιεί πυκνή γλώσσα. Σε μικρές προτάσεις κρύβονται μεγάλα νοήματα. Για τον ίδιο, κάθε φράση δημιουργείται με ιδιαίτερη ευλάβεια. Είναι τόσο προσεγμένος και δουλεμένος ο λόγος του, που κάθε περίοδος λόγου διατηρεί μια αυταξία και πλησιάζει την τελειοποιημένη της μορφή τόσο εκφραστικά όσο και νοηματικά. Αποτελεί μια ”γλωσσική” όαση στην ”άχρωμη” γλωσσικά καθημερινότητά μας, την οποία τείνει να μιμηθεί και η σύγχρονη λογοτεχνία. Ο ιδιαίτερα φροντισμένος ελληνικός του λόγος δεν έχει να κάνει με λεξιθηρικό κυνήγι για λόγους επίδειξης, αλλά με το κυνήγι της ουσίας και της πληρότητας που πραγματώνεται μέσω των κατάλληλων λέξεων και φράσεων.