Ο Τζόναθαν Κόου γεννήθηκε στο Μπέρμιγχαμ το 1961. Σπούδασε Φιλολογία στο Trinity College του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ και έκανε τη διδακτορική του διατριβή στο έργο «Τομ Τζόουνς» του Χένρυ Φίλντινγκ. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ και εργάστηκε παράλληλα ως μουσικός και δημοσιογράφος.

Μετά το θάνατο της θείας της, η Τζιλ βρίσκει στο σπίτι όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της κάποιες ηχογραφημένες κασέτες που απευθύνονται στην Ίμοτζεν, στην οποία κληροδοτεί επίσης ένα μέρος της περιουσίας της. Σ΄αυτές τις κασέτες η ηλικιωμένη Ρόζαμοντ ανατρέχει, με τη βοήθεια είκοσι επιλεγμένων φωτογραφιών, σε διάφορες στιγμές και επεισόδια από το παρελθόν που θα την βοηθήσουν να πει στη νεαρή Ίμοτζεν την ιστορία της οικογένειάς της. Γιατί η Ίμοτζεν είναι εγγονή της εξαδέλφης της Ρόζαμοντ, της Μπέατριξ, την οποία ποτέ δεν αποδέχθηκε ουσιαστικά η μητέρα της. Με τον ίδιο τρόπο, η Μπέατριξ θα απορρίψει αργότερα την κόρη της Τέα κι εκείνη θα προκαλέσει μια ανεπανόρθωτη βλάβη στην Ίμοτζεν, εξαιτίας της οποίας θα απομακρυνθεί από κοντά της δικαστικά.

Μέσα από τις φωτογραφίες, που περιγράφονται με εξαιρετική καθαρότητα για λόγους που θα ανακαλύψει ο αναγνώστης από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, αναδύεται η μορφή μιας γυναίκας και η μεγάλη ανάγκη της να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Η Ρόζαμοντ ήταν λεσβία και δεν απέκτησε δικά της παιδιά. Ενώ, όμως, ζούσε το μεγάλο της έρωτα, εγκατέλειψε τις σπουδές της για να είναι μαζί με την Τέα όσο η Μπέατριξ βρισκόταν στον Καναδά με τον καινούριο εραστή και κατόπιν σύζυγο και πατέρα των δύο μικρότερων παιδιών της. Πραγματική ηρωίδα του βιβλίου, η στερημένη από μητρική αγάπη Μπέατριξ άσκησε μια σχεδόν τυραννική επιρροή στη  (μικρότερη) Ρόζαμοντ, όταν, στη διάρκεια του πολέμου, φιλοξενήθηκε για λίγους μήνες από την οικογένεια της Μπέατριξ στην εξοχή.

Οι γυναίκες παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο χαμηλόφωνο αυτό μυθιστόρημα του Κόου, ενώ οι άνδρες είναι σκόπιμα υποφωτισμένοι. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση κυριαρχεί, ενώ για άλλη μια φορά αποδεικνύεται η προνομιακή σχέση του συγγραφέα με τη μουσική: τα «Τραγούδια της Ωβέρνης» διατρέχουν την ιστορία της Ρόζαμοντ, ενώ και ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από μουσικό κομμάτι. Μπορεί η καυστική πολιτική και κοινωνική κριτική της εποχής του Μπλερ (και, προηγουμένως, της Θάτσερ) να απουσιάζει, όμως ο συγγραφέας επιστρέφει στα γνώριμα από προηγούμενα βιβλία τοπία της γενέτειράς του και στα λιγότερο ή περισσότερο κρυμμένα μυστικά μεσοαστικών οικογενειών. Το «Σαν τη βροχή πριν πέσει» είναι πολύ στέρεα δομημένο, καμιά λεπτομέρεια δεν ξεφεύγει από το πλάνο και τίποτα δεν αναφέρεται τυχαία.

Η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου αποδίδει το ύφος του συγγραφέα.