Tα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατοχής, o Παντελής και η Τρισεύγενη, ένα νεαρό ανδρόγυνο με τα τρία παιδιά τους, το σκάνε από το χωριό τους λίγο έξω απ’ το Γενί Σεχίρ, τη σημερινή Λάρισα, για να γλυτώσουν από το παιδομάζωμα. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, θα φθάσουν και θα εγκατασταθούν στη βενετοκρατούμενη Χαλκίδα, ελπίζοντας τα βάσανά τους επιτέλους να τελειώσουν. Παράλληλα, ο Λάμπρος Χαλκοκονδύλης, της αρχοντικής οικογένειας των Αθηνών και πράκτορας του Μαχμούτ Πασά, του μεγάλου βεζίρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γόνου της βυζαντινής οικογένειας των Αγγέλων Φιλανθρωπινών, ελπίζει στην ανατροπή του Μεχμέτ Φατίχ, πουλώντας ταυτόχρονα εκδούλευση και στους Βενετούς. Και μέσα σ΄όλα αυτά, οι Έλληνες, Γραικοί στη μια μεριά του Αιγαίου και Ρωμιοί στην άλλη, πάντα διχασμένοι, έρμα στη γαλέρα πότε του Βενετσιάνου πότε του Οθωμανού, βιώνουν μια μακρά περίοδο σκότους και δυστυχίας. Ωστόσο, ο απλός λαός δεν παύει να ελπίζει, να ερωτεύεται και να ονειρεύεται. Να σπρώχνει με όσες δυνάμεις έχει τη ζωή να προχωρήσει.
Η Ελένη Κεκροπούλου μάς έχει συνηθίσει σε βιβλία που σκαλίζουν την ιστορία και ιδιαιτέρως κομμάτια της που οι περισσότεροι αγνοούμε. Τα προηγούμενα έργα της, «Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα» και «Αγγέλικα η Μαντενούτα» (και τα δύο επίσης απ’ τις εκδόσεις Ωκεανός), αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό και έγιναν μπεστ σέλερ. Τώρα, σε αυτό το τρίτο της μυθιστόρημα, ένα βιβλίο εφτακοσίων σελίδων, ακολουθεί ξανά τον ίδιο δρόμο, επιλέγοντας τούτη τη φορά να φωτίσει κυρίως τα πρώτα χρόνια της κατοχής του ελλαδικού χώρου από Οθωμανούς και Βενετούς. Δίνει την περιπέτεια των ηρώων της με τρόπο άμεσο, όχι τετριμμένα απλοϊκό, με τα ιστορικά γεγονότα να εναλλάσσονται στο προσκήνιο και το παρασκήνιο της αφήγησης και τον αναγνώστη να συγκινείται από τα πάθη των ανθρώπων, ενώ παράλληλα γίνεται σφαιρικά κοινωνός μιας ολόκληρης, άγνωστης γι’ αυτόν, περιόδου της ελληνικής ιστορίας.
Η προσεκτική χρήση της γλώσσας της εποχής, (για να είμαι πιο ακριβής θα μπορούσα να πω, των γλωσσών) σε συνδυασμό με στοιχεία που τεκμηριώνουν όσα διαβάζουμε, δοσμένα είτε ως μέρος του κυρίως μυθιστορήματος, είτε ως υποσημειώσεις, μαρτυρούν την ενδελεχή έρευνα που προηγήθηκε της γραφής. Βιβλία σαν αυτό θέλουν τον αναγνώστη προσεκτικό, καθώς τα στοιχεία, τα γεγονότα, τα πρόσωπα, τα τοπωνύμια και όλα όσα συνθέτουν το δύσκολο παζλ ενός τέτοιου βιβλίου, σε συνδυασμό φυσικά και με την εξιστόρηση των περιπετειών των ηρώων, δεν επιτρέπουν επιδερμικό διάβασμα.
Η συγγραφέας γράφει με πάθος, το πάθος που απαιτείται για να μπορείς να μιλήσεις και τελικά να μεταδώσεις κάτι που σε αφορά τόσο πολύ, όσο ένα τόσο δύσκολο εθνικά ιστορικό μονοπάτι. Το πάθος που μπορεί να συγχωρεί ακόμη και κάποια «ψεγάδια», όπως την επανάληψη εικόνων και φράσεων ή τον άγονο πλατειασμό σε ορισμένα κομμάτια του βιβλίου – όχι πολλά, ευτυχώς. Τίποτα όμως δε θα στερήσει από τον αναγνώστη την απόλαυση της ανάγνωσης ενός συνολικά προσεγμένου ιστορικού μυθιστορήματος, που επάξια εκπροσωπεί το είδος και τη σημασία του. Μόνο κερδισμένοι βγαίνουμε διαβάζοντας τέτοια βιβλία.