Ιδιαίτερα επεξεργασμένη ιδιόλεκτος, εσωστρεφής «ανέλιξις» (εισ-έλιξις, μάλλον) της ποιητικής αφήγησης, κρυπτικός λόγος, που δεν ξεκλειδώνει εύκολα σε πρώτη ανάγνωση, κώδικας που αντιστέκεται, λεξιπλασία και γλωσσο-παρα-μυθική δεινότητα, σπάνιες λέξεις όπως δυσάνολβος (σελ. 52), επιλεκτική ορθογραφία (όπως το «βουλημικός» της σελ. 15), νοητικές ακροβασίες κι εκχερσώσεις του αλλοτριωμένου από τον υλισμό της εποχής μας λόγου… Όλ’ αυτά, μαζί με τις άμεσες αναφορές-απευθύνσεις σε λογοτέχνες του παρελθόντος συνθέτουν ένα ποιητικό πανόραμα των τελευταίων 14 ετών, όπου τα πονήματα λειτουργούν απλώς ως κορυφές του παγόβουνου αφού αυτές οι συνθέσεις δεν συμβαδίζουν αβίαστα με την ολιγογραφία, αλλά προδίδουν μια εμμονική, καθημερινή σχεδόν τριβή με τον διατυπωμένο ποιητικό λόγο. Βέβαια, θα πρέπει να διακρίνουμε κάποτε τη λεγομένη «ολιγογραφία» από την «ολιγο-τυπωσία» [συμπαθάτε με για τον νεολογισμό]. Πολλοί τεχνίτες του λόγου αφήνουν στο Φως μόνο τα πετράδια της δουλειάς τους τα πλέον λαξεμένα και λειασμένα. Αυτή ψυχανεμίζομαι πως είναι και η περίπτωση του ποιητή με τ’ όνομα Ηλίας Γκρης. Γιατί η ποιητική του έκφραση δεν είναι αυθόρμητη, πηγαία και κελαρύζουσα, αλλά προδίδει μία έντονη και πολύχρονη δουλειά τεχνίτη στο εργαστήρι (αυτό που λέγανε οι λατίνοι θεωρητικοί της Λογοτεχνίας poeta faber). Κάτι τέτοιο προδίδουν οι ρυθμικές τομές και οι μουσικές ασυνέχειες-ραφές, που αποτρέπουν τον αναγνώστη από μια εύκολη, ενδεχομένως επίπεδη ανάγνωση και του ζητούν να σκύψει με προσοχή, σεβασμό και γνώση πάνω από το καλοδουλεμένο κείμενο ενός λεπταίσθητου διανοητή.

Νιώθω συχνά πως οι ποιητές (οι επαγγελματίες, αυτοί που αντέχουν στον χρόνο για πάνω από τρεις δεκαετίες) δεν είναι πλάσματα του κόσμου τούτου. Ακόμα κι αν δεν θέλουμε να ασχοληθούμε με τη φυσιογνωμία ή τον βίον και την πολιτείαν τους, αναδίδουν κάτι διαφορετικό στον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα και –κυρίως– στο είδωλο που εκπέμπουν για τον ίδιον τον εαυτό τους και την τέχνη τους. Μεταπλάθοντας ποιητικά την ιδεατή (ή και πραγματική) συνάντησή μας με άλλους ποιητές-διανοητές προδίδουμε όχι την ιδέα που έχουμε εμείς γι’ αυτούς ή εκείνοι για εμάς, αλλά τον τρόπο που βλέπουμε εμείς το δημιουργημένο από εμάς είδωλο μιας τέχνης άχαρης και μη ανταποδοτικής.

Είναι εκπληκτική η δραματοποιημένη άρνηση του Μίλτου Σαχτούρη «στο καφενείο» του (σελ. 12) που δεν γνωρίζει «έναν ποιητή Ηλία Γκρη», αλλά και η σιωπηλή, διακριτική θα έλεγα, συγγένεια με άλλους (τον Ρίτσο, τον Λιαντίνη, τον Χαλεπά, τον Εμπειρίκο, τον Σεφέρη)… Όμως εκεί κινούμεθα στον χώρο του μύθου και του άφατου.

Δύο «καβαφικώς» ιστορικά ποιήματα ξεχωρίζουν σε αυτή την ευσύνοπτη συλλογή: «Ιουλιανός απερίσκεπτος» (σελ. 47) και «Συνάντηση στη Σαλαμίνα» (σελ. 13).

Ιδιαίτερα συγκινητικό και τολμηρό μπορώ να πω το ποίημα «Διαθήκη στο γιο μου» (σελ. 53).

Εν ολίγοις, βυθίστηκα σε αυτή την ποιητική έξοδο επί μακρόν πριν αποφασίσω να καταθέσω τη γνώμη μου στην κάλπη του Χρόνου, ταπεινή συνεισφορά στη διαιώνιση μιας τέχνης υψηλής που δεν τη φτάνουν οι ταπεινοί κι έντρομοι του καιρού μας.

Και για να κλείσω αυτό το κριτικό σημείωμα, σας επισημαίνω πως αυτή η δουλειά διαβάζεται κι ανάκατα, με την τυχαία αναγκαιότητα του ξεφυλλίσματος. Σας συνιστώ να ξεκινήσετε από την «Υπατία» (σελ. 64).

Πρόκειται για ένα δομημένο ψηφιδωτό, διόλου άναρχο και χαοτικό, όπου όμως με έναν αριστοτεχνικώς μαθηματικό τρόπο οι ποιητικές ψηφίδες είναι εναλλάξιμες κι αντικαταστάσιμες, μοναδικές εν τούτοις. Θα ήθελα να διαβάσω τα κρυμμένα, τα σχισμένα και τα πεταμένα στο καλάθι ποιήματα του Ηλία Γκρη. Ξέρετε, οι ποιητές είμαστε οι χειρότεροι κριτές του ίδιου μας του έργου (όπως και οι αυθεντικοί σύγχρονοι, μη εμπορικοί ζωγράφοι, που δεν αντέχουν το άχθος του ταλέντου τους). Μπορεί και να πετάξουμε το άριστον [αφού έχει πάντα αιχμές, ανεξάλειπτες] γιατί δεν μας φαίνεται «και τόσο καλό». Το άριστον όμως είναι ο εχθρός του καλού και η πρωτοτυπία εχθρά της νομιμότητος. Συνήθως αυτά που δεν εκτιμούν οι σύγχρονοί μας τα λατρεύουν οι επόμενοι. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, φυσικά. Έτσι, ομολογώ την αίσθηση μιας κάποιας αυτολογοκρισίας, μίας απόπειρας πολιτικής ορθότητος που αποπνέει αυτή η ποιητική παραφορά-εκφορά. Γιατί τα ποιήματα όταν τυπώνονται πεθαίνουν, γίνονται «ωραίοι νεκροί», αφού το τέλειο είναι μόνον ο θάνατος, όπως έλεγε η μεγάλη Μαρία Καλογεροπούλου. Ας αφήσουμε τα γραπτά μας να ανασάνουν έξω από το μαυσωλείο τους, πέρα από τα πλαίσια και τις σελίδες των βιβλίων. Και τότε, λέω, σαν ζωντανοί οργανισμοί που είναι, μπορεί και να μας εκπλήξουν. Παιδιά, αυθαίρετα, αυτάρκη, ρηξικέλευθα, ερωτευμένα με την ουτοπία. Ούτως ή άλλως δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, αφού η ποίηση δεν αμείβεται ποτέ εν ζωή (ακόμα κι όταν φαίνεται ότι αμείβεται, ειδικά τότε…). Μια αίσθηση ανικανοποίητου μού άφησε αυτή η περιδιάβαση. Σαν να πρόκειται για αυτο-ανθολόγηση και μάλλον είναι αφού διακρίνονται τα κείμενα στα περιεχόμενα σε χρονικές ζώνες. Περιμένω μια πιο συνεκτική, συνεχή αφηγηματική ποιητική από τον εκλεκτό ποιητή και διακεκριμένο λογοτέχνη. Εκτός εάν αυτή είναι η πρόθεσίς του, απολύτως συνυφασμένη με την φύσιν του την ποιητική. Οπότε δεν αλλάζει. Ο επαρκής αναγνώστης όμως πάντοτε περιμένει κι απαιτεί, το βέλτιστον, αν όχι το τέλειον, το άριστον…