The man behind the myth

Αν κουτσό με πεις εσύ,

εγώ θ’ αρχίσω να κουτσαίνω

Σονέτο 89, Σαίξπηρ

Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616), η απόλυτη ιδιοφυΐα των αγγλικών γραμμάτων, άφησε κληρονομιά στον παγκόσμιο πολιτισμό 38 (;) θεατρικά έργα (κωμωδίες, τραγωδίες και ιστορικά), 154 σονέτα και δύο μεγάλα, αφηγηματικά ποιήματα: συνολικά, τα γραπτά του αποτελούνται περίπου από ένα εκατομμύριο λέξεις (μεγάλος αριθμός των οποίων ήταν νεολογισμοί που δημιούργησε ο ίδιος π.χ., μόνο στον ”Άμλετ” υπάρχουν 600 νέες λέξεις). Κι αν για τα έργα του έχουν γραφτεί βιβλιοθήκες ολόκληρες με αναλύσεις και σχολιασμούς, για τον ίδιο τον Σαίξπηρ ως ιστορική προσωπικότητα, παρά τις μανιώδεις προσπάθειες ακαδημαϊκών και μη, ελάχιστα είναι γνωστά: κι αυτό ακριβώς τροφοδοτεί τα ατελείωτα σενάρια περί της αληθινής του ταυτότητας, με επικρατέστερο υποψήφιο τον σύγχρονό του, φιλόσοφο και επιστήμονα Φράνσις Μπέικον.

Με αφορμή ένα αμφιλεγόμενο πορτρέτο του μεγάλου δραματουργού στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων στο Λονδίνο, που τον εικονίζει ως έναν μελαχρινό άντρα με σκουλαρίκι (ως μποέμ καλλιτέχνης) και μάλλον πονηρό βλέμμα, ο Αμερικανός συγγραφέας Μπιλ Μπράισον ξεκινά μια περιήγηση στο λαβύρινθο των υποθέσεων για το ποιος πραγματικά ήταν ο Σαίξπηρ. Στη δύσκολη αυτή διαδρομή έχει ως όπλα του την κριτική σκέψη και το χιούμορ, ενώ χρησιμοποιεί ως ερευνητικό υλικό μόνο εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να τεκμηριωθούν με βάση τις ιστορικές πηγές της ελισαβετιανής εποχής (εξ ου και το βιβλίο είναι μικρό…). Το αποτέλεσμα είναι μια καλογραμμένη και ευκολοδιάβαστη βιογραφία, όπου ο Μπράισον κατορθώνει να συγκεντρώσει όλα όσα μπορούν να ειπωθούν σχεδόν με βεβαιότητα για την καταγωγή, τη μόρφωση, την οικογένεια, τους έρωτες και τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της ζωής του Σαίξπηρ.

Τα τεράστια κενά και τα ερωτήματα που προκύπτουν ο συγγραφέας επιλέγει να τα συμπληρώσει όχι με υποθέσεις και θεωρίες (αν και αναφέρει συνοπτικά όλες όσες έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς), αλλά με μια εξαίρετη και ολοζώντανη ανάλυση της εποχής και του τρόπου ζωής των ανθρώπων τότε, ειδικότερα όσων ανήκαν στον κύκλο των θεατρικών συγγραφέων και ηθοποιών (ο Σαίξπηρ ήταν επίσης ηθοποιός, σκηνοθέτης και ιδιοκτήτης θεάτρου, της περίφημης ”Σφαίρας”). Εξαιρετικό είναι επίσης το κεφάλαιο που αναφέρεται στα έργα του Σαίξπηρ: στον τρόπο συγγραφής τους, το λεξιλόγιό τους, την πλοκή τους αλλά και το θεατρικό τους ανέβασμα. Και είναι τόσο επιτυχείς οι περιγραφές των παραστάσεων ώστε σχεδόν βλέπεις τους ηθοποιούς και τους θεατές – πάμφτωχα και αμόρφωτα ανθρώπινα όντα που σχεδόν λιμοκτονούσαν κι όμως έβρισκαν το αντίτιμο για να παρακολουθήσουν το έργο που εκείνος ως μάγος υλοποιούσε μπροστά στα μάτια τους, με την τέχνη του λόγου.

Συμπερασματικά, απέναντι στις θεωρίες εκείνων που υποστηρίζουν ότι τα σαιξπηρικά έργα δεν μπορεί να γράφτηκαν από κάποιον λαϊκής καταγωγής, μέτριας μόρφωσης και μέλος της… ελευθεριάζουσας καλλιτεχνικής κοινότητας (άρα άλλος θα πρέπει να ήταν ο δημιουργός τους), ο συγγραφέας της παρούσας βιογραφίας αντιπροτείνει το εξής: ακριβώς επειδή ο Σαίξπηρ ήταν όλα τα παραπάνω και επιπλέον μεγαλοφυής, δημιούργησε έργα που έμειναν αθάνατα όχι μόνο στους ακαδημαϊκούς κύκλους αλλά επηρέασαν διαχρονικά τη λαϊκή κουλτούρα, παγκοσμίως. (Υπάρχει άραγε, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, κάποιος στοιχειωδώς μορφωμένος που να μην γνωρίζει τη φράση του Άμλετ ”Να ζει κανείς ή να μη ζει”;) Και για του λόγου το αληθές, θα μοιραστώ μαζί σας, κλείνοντας, μια οικογενειακή ιστορία: το πιστεύετε ή όχι, η γράφουσα οφείλει σε ένα βαθμό την ύπαρξη της στον Σαίξπηρ, αφού στο ένα και μοναδικό ερωτικό γράμμα που έγραψε ποτέ ο πατέρας της προκειμένου να κερδίσει την καρδιά τής μητέρας της, αντέγραψε το ποίημα του Άμλετ προς την Οφηλία: ”Αμφέβαλε αν η φωτιά των άστρων καίει, αμφέβαλε αν ο ήλιος κινείται στον ουρανό, αμφέβαλε αν η αλήθεια αλήθεια λέει, μα μην αμφιβάλλεις ότι σ’ αγαπώ”.