Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία

«Και τότε ποιος θα τη φροντίζει;»

«Και τότε πώς θα μπορέσει ποτέ να καλυτερέψει;»

σ. 437

Δεκαετία του 1980 στη Γλασκόβη. Υπό την πολιτική της Θάτσερ, η πόλη έχει διαλυθεί και βυθιστεί στην παρακμή και τη φτώχεια. Η ανεργία μαστίζει, ολόκληρες οικογένειες παλεύουν να επιβιώσουν με τα επιδόματα της Πρόνοιας, ενώ το ποτό μοιάζει να είναι η μόνη λύση στα προβλήματά τους. Κι αν δεν τα λύνει, προσφέρει πρόσκαιρη ανακούφιση, αποχαυνώνει, κατευνάζει.

Μια γυναίκα, η Άγκνες Μπέιν, ελπίζει ότι θα καταφέρει να ξεφύγει από την άθλια ζωή που την περιμένει. Ελπίζει σε κάτι καλύτερο, σε μια ζωή αξιοπρεπή και, γιατί όχι;, πολυτελή. Παρασυρμένη από τα λαμπερά περιοδικά που διαβάζει, και τις διαφημίσεις τους, προσπαθεί να είναι πάντα περιποιημένη και όμορφη. Αλλά εντέλει καταφεύγει στο ποτό και η κατρακύλα δεν αργεί να έρθει.

Όταν ο άντρας της την εγκαταλείπει, εκείνη και τα τρία της παιδιά μένουν για πρώτη φορά ολομόναχοι και βρίσκονται σε αδιέξοδο σε μία πόλη μουντή, βρόμικη και μίζερη, μια πόλη που καταρρέει. Και όσο η μάνα βουλιάζει όλο και περισσότερο στον κόσμο του αλκοόλ, τα παιδιά αναγκάζονται να την εγκαταλείψουν για να σώσουν τον εαυτό τους. Ο μικρός Σάγκι όμως μένει μαζί της, την παρακολουθεί άγρυπνα, παλεύει με νύχια και με δόντια να τη βοηθήσει να επιστρέψει στην κανονικότητα. Δεν σταματάει ούτε για ένα λεπτό να ελπίζει ότι η μαμά του κάποια στιγμή θα καλυτερεύσει.

Το «Σάγκι Μπέιν» είναι μια τρυφερή ιστορία για ένα μικρό αγόρι που παλεύει να σώσει την οικογένειά του, ενώ ταυτόχρονα, μεγαλώνοντας, αγωνίζεται να βρει τον εαυτό του, να προσδιορίσει την ταυτότητά του, να κατανοήσει για ποιον λόγο όλοι τον αντιμετωπίζουν σαν κάτι διαφορετικό.

Ο Douglas Stuart στο πρώτο του μυθιστόρημα, που απέσπασε το βραβείο Booker 2020, ξετυλίγει με συγκλονιστικό τρόπο την ιστορία μιας οικογένειας της Γλασκόβης, την καθημερινότητά της, τον αγώνα της για επιβίωση σε μια εποχή κατά την οποία όλα γύρω τους καταρρέουν. Και ακόμα περιγράφει τους οικογενειακούς δεσμούς που συχνά διαρρηγνύονται και σπάνε, αλλά κάποτε κάποτε είναι τόσο ισχυροί και διαπνέονται από ελπίδα και αγάπη που τίποτα δεν δύναται να τους κλονίσει.

Με γλώσσα ωμή και με αιχμηρό λεξιλόγιο μιλάει σταράτα για τη φτώχεια και την ανεργία, για τη μοναξιά, για τις διαλυμένες οικογένειες, για την εξάρτηση από το ποτό και τις οδυνηρές συνέπειές του.

Ιδιαίτερο και ατμοσφαιρικό, ένας ύμνος στην αφοσίωση και την αγάπη, μια συγκλονιστική, σπαρακτική ιστορία που καθηλώνει από την πρώτη μέχρι την τελευταία αράδα.