Η Αλκυόνη είναι, χωρίς καμία αμφιβολία, η συγγραφέας που ξέρει καλά απ’ «τα γυρίσματα της ζωής». Διαθέτει ακριβώς αυτή την ικανότητα –να βλέπει εκεί όπου όλοι μας επιμένουμε «ξέφωτο»– το κακοπάθημα στη στροφή. Και επειδή η ίδια είναι ανοιχτή και αφουγκράζεται τη ζωή, γράφοντας, μπορεί και να το ζωντανέψει.
Ακόμα και σε εποχές, όπως καλή ώρα τώρα, που η ζωή μοιάζει με φάρσα και όλα είναι τόσο πολύ μπερδεμένα, –ούτε καλό ούτε κακό, η ομορφιά στην εποχή μας πώς γίνεται να μοιάζει με παραφωνία, θα πει ο νεότερος ήρωάς της ο Εμμανουήλ–, ακόμα και τώρα μέσα απ’ αυτόν τον νεαρό ήρωα η Αλκυόνη θα ξαναεφεύρει το Φως, επιλέγοντας απ’ εκείνον ν’ ανατείλει η ελπίδα.
Μιλώντας για Κρίση όλοι μιλάμε ταυτοχρόνως δίχως να καλοξέρουμε και για κρίση αξιών. Η Αλκυόνη με το καινούριο της μυθιστόρημα έρχεται και ζωγραφίζει το τραύμα απ’ τη ρίζα, κάνει εικόνα, ζωή, ήρωες, λογική, οικογένεια, επιλογές, νομοτέλεια «εκείνο το απίστευτο τελικά που μας συμβαίνει». «Τι έφταιξε;» αυτό δεν ρωτάμε; Η Αλκυόνη δεν ρωτά, γυρίζει και πιάνει τη ζωή απ’ το χωριό, από τη Συρμαλένια, τη μάνα- γη, απ’ την αρχή. Για ν’ αποδείξει πως εμείς χάσαμε αυτό που ήδη ήξερε η ταπεινή αγράμματη και κακοπαθημένη Συρμαλένια από την πρώτη γραμμή!
«Ο αγράμματος κακός είναι μια φορά κακός. Ο γραμματισμένος κακός είναι εφτά φορές κακός».
Αλλά ο Νικηφόρος της, όμως, δεν την άκουσε τότε. Έτσι το θέλει πάντοτε η ζωή, κανένας Νικηφόρος και καμία Συρμαλένια στην αρχή να μην ακούσει!
Όμως, ας τα πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.
Σε ένα μικρό ορεινό χωριό της Κρήτης που θα μπορούσε να ήταν εν δυνάμει ο Παράδεισος κι έγινε η Κόλαση τελικά της Συρμαλένιας. Με έναν βιασμό, με τον οικογενειακό της ξεριζωμό, με έναν παράταιρο σκληρό γάμο, που ήταν ο σταυρός κι ο Γολγοθάς της, αν και μέσα σ’ αυτόν άγιασε, κι ό,τι κι αν πέτυχε τον πέτυχε μέσα σ’ αυτόν.
Και στον γιο της τον Νικηφόρο που ήταν τα πάντα για τη Συρμαλένια που ήταν ευγνώμων και με τα ελάχιστα ήταν το φως, το θείο δώρο σ’ αυτή τη ζωή.
Αλλά ούτε η αγάπη της ούτε ο Παραδεισένιος της κήπος χωρούσε τον εκπεσόντα γιο-Νικηφόρο, ο Νικηφόρος ήταν για τα πολλά και τα ψηλά. Για να τα φτάσει, πρόδωσε ό,τι του θύμιζε τον ταπεινό του παράδεισο, ξέχασε και τη Συρμαλένια, τις ρίζες του και την καταγωγή, πούλησε και πουλήθηκε, έγινε Κροίσος με μια χρυσή άψυχη οικογένεια που η Κρίση σκόρπισε σε ένα από τα πολλά «ενεχυροδανειστήρια» της ζωής.
Ο τρόπος που σκιαγραφεί αυτή τη γνωστή καρικατούρα, τελικά, που για χρόνια θεωρούσαμε οικογένεια, καλειδοσκοπικός. Για τον Νικηφόρο, απλώς η Βιτρίνα. Για την Αλέξια μια κούφια λέξη, για τη Λένια ακολουθώ-πιστά-τα-μητρικά-ίχνη. Η Αλκυόνη επιλέγει τον γιο Εμμανουήλ (όχι τυχαία φαντάζομαι Εμμανουήλ, όπως και ο Νικηφόρος- Νικηφόρος) τελικά να τον σώσει. Εξάλλου είναι εκείνος που υποφέρει, θυσιάζεται, φεύγει, επαναστατεί.
«Η Αλέξια, ο Εμμανουήλ, η Λένια… «Η αγία οικογένεια! Ένα καλό χαρτί, για την έξωθεν καλή μαρτυρία».
«Για ποια οικογένεια μιλάς, αδερφούλα; Υπήρχε εδώ οικογένεια; Μια σύμβαση ήταν, όπως αυτές που συντάσσει η τράπεζα».
«Από τότε που σε γέννησε, σε είχε ήδη εγκαταλείψει».
«Ξένος είμαι μια ζωή σ’ αυτό το σπίτι».
«Μια κοσμάρα σαν τσαλακωμένη σημαία».
«Όμως, πόσο μπορεί κανείς να είναι σίγουρος για τον άλλον;»
Κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για κανέναν, ούτε και για τον ίδιο του τον εαυτό, γι’ αυτό εξάλλου και έχει πολλά γυρίσματα η ζωή.
Και ναι! «Όταν έχει τις μαύρες του ο Θεός, έλεγε ο Εμμανουήλ, που το ʼπαιζε και πολύ συχνά φιλόσοφος, καλεί τον διάολο να τον κάμει να γελάσει». Ο Θεός είναι μεγάλος φαρσέρ, και η Αλκυόνη βοηθός του και κάθεται εκεί ήσυχα-ήσυχα και τα βλέπει, τα γράφει. Πού και πού τα σχολιάζει σε μικρές παρενθέσεις σαν αρχαίος χορός. Της νεοελληνικής μας τραγωδίας.
«Με πληγώνει η ζωή». «Δεν βολεύομαι ρε σεις». «Ακάθεκτος, αγέρωχος… Απλά άνθρωπος». «Έτσι κι αλλιώς, σε κάποιο δρόμο θ’ ανταμώσομε. Συνέχισε». «Από, ή προς, το χάος». «Πώς γίνεται η ομορφιά να μοιάζει με παραφωνία»…
Οι μόνοι που βλέπουν δηλαδή εξ αρχής είναι η συγγραφέας και ο μικρός Εμμανουήλ που επαναστατεί.
Κι η Συρμαλένια, μάνα γη, που τα δέχεται.
Κι απορροφά τους κραδασμούς και με ανοιχτές αγκάλες υποδέχεται τον άσωτο που επιστρέφει, του ανοίγει την καρδιά της και την πόρτα του κήπου της, γίνεται η δεύτερη ευκαιρία γι’ αυτόν στη ζωή.
Όλοι οι άλλοι, σκορπούν. Η πλούσια Αλέξια με όλα της τα μπιζού στα συσσίτια. Αφού έχει πετάξει την ανοϊκή όμοια μάνα της σε γηροκομείο ακριβό, αφού έχει την ίδια της την κόρη προηγουμένως χαζοανταγωνιστεί.
Αυτές οι τρεις γυναίκες, γιαγιά, μάνα, εγγονή, μπορεί να μην το ξέρουνε, αλλά μοιάζουνε τόσο! Ίσως κάποια σωθεί απ’ το δικό της παιδί!
Η Αλκυόνη Παπαδάκη, εξάλλου, δεν γράφει ποτέ για να κρίνει. Η Αλκυόνη γράφοντας με εικόνες, με ήχους, με γεύσεις κι αρώματα, με πράξεις μονάχα εξηγεί.
Πώς προδώσαμε τις ρίζες, την ίδια μας την καταγωγή, τον κολλητό μας, τον εαυτό μας τον ίδιο, κατά συνέπεια δεν είναι κανείς ν’ απορεί πώς έφτασε ό,τι έφτασε εκεί!
Αλλά κι Εκεί, υπάρχει πάντα γόνιμο έδαφος. Πάντοτε και για όλους μας, με κόπο έστω, με τίμημα, υπάρχει η Επιστροφή. Κι ο Νικηφόρος επιστρέφει στης Συρμαλένιας τον κήπο. Για να τον βρει σε εκείνον τον κήπο ξανά η ζωή. Για να συναντήσει μια γυναίκα που θα μπορούσε να είναι η ίδια η ζωή. Την αινιγματική, αλλόκοτη, μια μεγάλη-αγκαλιά-τελικά Ελενίτσα, που θα τον μάθει να εκτιμά και να γεύεται τα ελάχιστα, που θα του ξαναμάθει να αφουγκράζεται τη ζωή. Το θαυμαστό δώρο της κάθε μέρας.
Θα αναγνωριστούν εύκολα: «Οι άνθρωποι που έχουν περπατήσει για πολύ στην άκρη του γκρεμού δεν χρειάζονται συστάσεις. Γνωρίζονται. Και να σου πω και κάτι; Δεν έχουμε ανάγκη όλοι εμείς από τους υπόλοιπους. Παίζουμε το έργο μόνοι μας. Δεν χρειαζόμαστε κομπάρσους. Μπορεί να ʼχει γράψει η μοίρα το σενάριο. Η μοίρα, ο Θεός, όπως θέλεις πες το. Εμείς, όμως, έχουμε μάθει ν’ αυτοσχεδιάζουμε. Να προσθέτουμε τις δικές μας ατάκες. Να δημιουργούμε χάπενινγκ. Κι αυτό είναι η μαγκιά μας. Έτσι τη σκαπουλάρουμε». Θα πει στον Νικοφόρο η Ελενίτσα με τα βοτάνια, τα λουλούδια και τις τσιγγάνικες φούστες της και θα τον πάρει απ’ το χέρι εκεί στην άκρη του γκρεμού, διότι ενδεχομένως οι μόνοι που σώζονται να είναι αυτοί, που έχουν βαδίσει στην άκρη του γκρεμού, αλλά στην άκρη του γκρεμού όπου «τους έβαλε το σενάριο, η μοίρα, ο Θεός, όπως θέλεις πες το!». Γιατί πάντοτε το σενάριο ή ο Θεός μας στέλνει και την εξέλιξη του μύθου. Εκτός κι αν οι ανόητοι σαχλοί σεναριογράφοι είμαστε οι ίδιοι εμείς. Η ζωή μαζί με το χαστούκι της μας στέλνει νομοτελειακά και το χάδι της. Μαζί με τη φωτιά, και το νερό που θα τη σβήσει.
Όπως και να ʼχει η Ελενίτσα, όπως και η Αλκυόνη, ξέρει καλά την Τέχνη και την τεχνική της ζωής. Θα ξαναφέρουν στο Φως τα βασικά και τα ακριβά, εκείνα πού ούτε πουλιούνται ούτε αγοράζονται και δυστυχώς μοιάζει να τα ʼχουμε ξεχάσει. Θα ψηλαφίσει όλα τα λάθη και τα πάθη γενναιόδωρα και ανοιχτόκαρδα σαν τα παιδικά τραύματα η μάνα του καθενός – φιλοδοξίες, ματαιοδοξία, απληστία, λάθος επιλογές–, αναδεικνύοντας στον οικογενειακό και στον προσωπικό πυρήνα του καθενός την πηγή, τη βασική αιτία της όποιας Κρίσης.
Ο Μπόρχες λέει: Αρκεί Ένας μας να σωθεί. Αλλά και τα Πατερικά Κείμενα υποστηρίζουν το ίδιο. Και στη «Θυσία» του Ταρκόφσκι είναι ακριβώς αυτό που επιχειρεί να κάνει ο Καθηγητής. Ένας αρκεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος για να σωθεί. Όπως αρκεί και ένας για να βυθιστεί στη μαύρη κόλαση, αντιθέτως. Στις λεπτομέρειες κρίνονται τα πάντα, είναι πολύ λεπτοϋφασμένο εργόχειρο η ζωή. Κι αυτό είναι που κάνει μεγάλη συγγραφέα, τελικά, και την Αλκυόνη.
Σ’ ένα σπαρταριστό βιβλίο ζώσας ζωής, με ατμόσφαιρα και αναγνωρίσιμη πλοκή, με λεπτοβελονιά υφαίνει σοφά την Κόλαση και τον Παράδεισο της Ζωής. Όσο ακόμα είναι καιρός κι εμείς ακόμα στο Καθαρτήριο που θα μπορέσει ενδεχομένως και να μας σώσει.