Τόσο γλυκός δεν ήξερα πως είναι ο λαιμός,

πίσω απ’ το σηκωμένο το γιακά

Πολλά χρόνια πριν από το εμβληματικό «Ρέκβιεμ», όταν η Άννα Αχμάτοβα ήταν ακόμα μια κοπέλα 24 ετών, έγραψε τα ποιήματα της συλλογής «Ροζάριο» μεταξύ 1912-1914, παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν η δεύτερη ποιητική της συλλογή που την έκανε διάσημη στη Ρωσία: στη δίγλωσση έκδοση από το «Φίλντισι», με σκίτσα της Αχμάτοβα που έφτιαξε ο Μοντιλιάνι όταν γνωρίστηκαν στο Παρίσι το 1910, το «Ροζάριο» είχε την τύχη να μεταφραστεί από τον Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη, από τα ρωσικά, όπως και το «Ρέκβιεμ» (Αρμός) πριν από μερικά χρόνια. Επίσης, υπάρχει στην έκδοση μία παρουσίαση του έργου της ποιήτριας από τον Νικολάι Γκουμιλιόφ, τον πρώτο της σύζυγο και πατέρα του γιου της, καθώς και πέντε επιπλέον ποιήματα, τα οποία η σοβιετική έκδοση του 1979 τα περιλαμβάνει στη συλλογή θεωρώντας ότι ανήκουν στον ίδιο κύκλο.

Ο τίτλος αποδίδει απόλυτα το κλίμα και το ύφος της συλλογής: πρόκειται για προσευχές για τον έρωτα, που αποδίδονται ως λατρεία στο πρόσωπο του αγαπημένου, αλλά και προσευχές όχι ακριβώς θρηνητικές αλλά περισσότερο παρηγορητικές για την απώλεια αυτού του έρωτα. Οι συναισθηματικά φορτισμένες αυτές προσευχές, που συνθέτουν τους λυρικούς στίχους της, μοιάζουν σχεδόν μισές, ανολοκλήρωτες, όπως τα λόγια που θέλουμε να πούμε αλλά αγκιστρώνονται στο λαιμό και ανεβαίνουν στα χείλη με κόπο, πιο πολύ σαν αναστεναγμός παρά σαν λέξεις. Το βασανιστήριο μιας αγάπης που δεν έχει χώρο να ζήσει στην πραγματική ζωή, η οδύνη αυτής της συνειδητοποίησης και η έλξη της νιότης σε όλες τις εποχές προς τον πόνο και το θάνατο (ίσως γιατί μοιάζει ακόμα πολύ μακριά), είναι το υλικό με το οποίο η νεαρή Αχμάτοβα δημιουργεί τις προσευχές της για τη θρησκεία του έρωτα.

Κι έπειτα είναι οι εικόνες που γεννούν οι στίχοι της: θραύσματα στιγμών, λεπτομέρειες που μόνο ένας ερωτευμένος μπορεί να κρατά στη μνήμη του, σύντομες συναντήσεις και επώδυνοι χωρισμοί που καταγράφονται ποιητικά σαν ένα είδος ιερού ημερολογίου, ενός χρονικού που κρατάς μυστικά γιατί δεν θέλεις να ξεχάσεις τίποτα. Ο συμβολισμός, μπολιασμένος όμως με έντονο και γνήσιο συναίσθημα –νιώθεις, διαβάζοντας, ότι μιλάει μια γυναίκα που αληθινά αγαπάει–, και η υποβλητική ατμόσφαιρα μιας ερωτικής κατάνυξης σε κρατούν γοητευμένο:  νιώθεις πως εισέρχεσαι σε ένα άδυτο, σε μια μυστική τελετή μόνο για τους μυημένους και κλείνεις το βιβλίο έκθαμβος. Αν η Άννα Αχμάτοβα ήταν τόσο γοητευτική όσο οι στίχοι της, και οι μαρτυρίες αυτό λένε, τότε είναι απόλυτα κατανοητή η αύρα μαγείας που τη συνόδευε και την έκανε αντικείμενο λατρείας από άντρες και γυναίκες.

Κλείνοντας, ένα απόσπασμα από το ποίημα «Εσπέραν» (1913), που το διάβασα πολλές φορές:

Δε μοιάζουν όμως μ’ αγκαλιές

Τ’ αγγίγματα τούτα των χεριών.

Έτσι χαϊδεύουν γάτες ή πουλιά.

Τις όμορφες, έτσι κοιτούν, τις αμαζόνες.

Έτσι το γέλιο ήρεμο στο βλέμμα φαίνεται

Κάτω από των βλεφαρίδων το χρυσάφι.