Η έλξη της φυγής και της περιπλάνησης
Η Marilynne Robinson είναι μια πολύ σημαντική φωνή των αμερικανικών γραμμάτων, πολυβραβευμένη και ελάχιστα γνωστή στη χώρα μας. Πιθανόν για αυτό να ευθύνεται το γεγονός ότι ανάμεσα στο πρώτο της μυθιστόρημα, το «Ρουθ» που κυκλοφόρησε το 1980 (πρωτότυπος τίτλος “Housekeeping”), και το επόμενο, το «Γκίλιαντ», μεσολάβησαν σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια. Ωστόσο, μέσα στην τελευταία δεκαετία έχουμε πια μια συνολική εικόνα του μυθιστορηματικού της έργου.
Στο πρώτο της λοιπόν μυθιστόρημα η συγγραφέας μας μεταφέρει στη μικρή (μυθιστορηματική) πόλη Φίνγκερμποουν. Σε αυτή την πόλη κατοικούν δυο κορίτσια, η Ρουθ και η λίγο μικρότερη αδερφή της Λουσίλ, μαζί με τη γιαγιά τους μετά την αυτοκτονία της μητέρας τους. Όταν όμως η γιαγιά πεθαίνει τα δυο κορίτσια περνούν αρχικά στη φροντίδα δυο ηλικιωμένων θείων, οι οποίες είναι πραγματικά ανήμπορες να αναλάβουν τη φροντίδα των κοριτσιών και καλούν, μέσω αγγελίας, τη μικρότερη αδερφή της μητέρας των κοριτσιών, τη Συλβί. Πράγματι, η Συλβί επιστρέφει έπειτα από πολλά χρόνια απουσίας στο πατρικό της και αναλαμβάνει τη φροντίδα των κοριτσιών. Αέρινη και αλαφροΐσκιωτη περιπλανιέται για ώρες, αδιαφορεί για τις σχολικές επιδόσεις των κοριτσιών, προτιμά το σκοτάδι και την ησυχία και δίνει την εικόνα ότι ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμη να εξαφανιστεί. Καθώς περνά ο καιρός, η Λουσίλ αρχίζει να επαναστατεί και προσπαθεί να ενταχθεί στη μικρή κοινωνία τους, ενώ η Ρουθ φαίνεται να παραμένει προσκολλημένη στο σπίτι τους και στη Συλβί. Η απόφαση της Λουσίλ να φύγει από το σπίτι και να μείνει στο σπίτι μιας καθηγήτριάς της, πυροδοτεί εξελίξεις και ωθεί τη Συλβί και τη Ρουθ να πάρουν καθοριστικές αποφάσεις.
Όλη η ιστορία είναι δοσμένη μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Ρουθ, μιας φωνής που εκφράζει ταυτόχρονα το κορίτσι που υπήρξε και τη γυναίκα που έγινε η Ρουθ. Ο λόγος της είναι σαν μια μελωδία και οι λέξεις που επιλέγει γίνονται νότες που αποτυπώνονται στο μυαλό, καθορίζουν τον ρυθμό της αφήγησης και ζωγραφίζουν τα άγρια τοπία που περιβάλλουν την πόλη. Αυτή την πόλη που έχει καθοριστεί από τη λίμνη δίπλα στην οποία είναι χτισμένη, στον βυθό της οποίας έχουν καταλήξει αρκετοί κάτοικοί της, είτε από ατύχημα, είτε από επιλογή. Εκεί βρίσκεται και η μητέρα των κοριτσιών, ο δεύτερος άνθρωπος που τα εγκαταλείπει (ο πρώτος είναι ο απών πατέρας) σε μια ατέλειωτη σειρά εγκατάλειψης. Μέχρι τη Συλβί. Που φαίνεται έτοιμη να φύγει, αλλά παραμένει. Που φέρνει μικρά περίεργα δωράκια στα κορίτσια σαν να τα αποχαιρετά και να τα καλωσορίζει. Που περιορίζει την ανάγκη της για περιπλάνηση, όσο μπορεί τουλάχιστον, για να μην μείνουν τα κορίτσια χωρίς κηδεμόνα. Μέχρι την επανάσταση της Λουσίλ, η ζωή τους είχε έναν ρυθμό, αντισυμβατικό μεν, αλλά ήταν μια προσπάθεια στην κανονικότητα. Αλλά η Λουσίλ θέλει να γίνει κανονική, να ανήκει στο σύνολο, να ακολουθήσει τη συμβατή ροή της πραγματικότητας. Και είναι αυτή που με τη φυγή της από το σπίτι θα οδηγήσει στην τακτοποίηση του νοικοκυριού (το housekeeping του αγγλικού τίτλου), όχι μόνο του ρεαλιστικού νοικοκυριού, αυτού του σπιτιού, αλλά κυρίως του ψυχικού, αυτού που ορίζει τους δεσμούς του σπιτιού, τα νήματα που ενώνουν τα μέλη οποιασδήποτε οικογένειας. Η φυγή, λοιπόν, της Λουσίλ οδηγεί στη δημιουργία της οικογένειας της Ρουθ και της Συλβί, μιας οικογένειας που έχει για συντροφιά τα τρένα που φεύγουν και για σπίτι μια οποιαδήποτε στέγη, σε μια οποιαδήποτε πόλη. Αυτό που τις έλκει είναι η φυγή από την κοινωνία, τους ανθρώπους, τις συμβάσεις. Και αυτό που τις δένει είναι η αγάπη, ο δεσμός κατανόησης και η οικογένεια, η δική τους μοναδική οικογένεια, που γνώρισε πολλές φορές την απώλεια και επιβίωσε.
Πολλά ακόμα θα μπορούσαν να γραφτούν για αυτό το σπουδαίο, εσωτερικό και ποιητικό μυθιστόρημα, αλλά θα ήταν περιττά. Αυτό που είναι αναγκαίο είναι να το διαβάσετε και να απολαύσετε τη μουσική μαγεία των λέξεων που έχουν αποδοθεί εξαιρετικά από τη μεταφράστρια Κατερίνα Σχινά.