Μέσα από ένα ακίνητο βαγόνι ή ένα κινούμενο τρένο    

Ο Ντράγκαν Βέλικιτς γεννήθηκε το 1953 στο Βελιγράδι. Σπούδασε Συγκριτική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου. Από το 1994 έως το 1999 ήταν συντάκτης των εκδόσεων του Radio B92 και αρθρογράφος. Το 2005 διετέλεσε πρεσβευτής της Σερβικής Δημοκρατίας στην Αυστρία. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Συγκαταλέγεται μεταξύ των σπουδαιότερων σύγχρονων συγγραφέων της Κεντρικής Ευρώπης. Για το «Ρωσικό Παράθυρο» τιμήθηκε το 2007 με το βραβείο Mesa-Selimovic και το 2008 με το Mitteleuropa. Για το ίδιο έργο έλαβε επίσης, το 2008, το βραβείο NIN, τη σπουδαιότερη λογοτεχνική διάκριση της Σερβίας.

Ο Ρούντι, γιος ενός επαρχιακού ανταποκριτή και μιας μοδίστρας θεατρικών κοστουμιών, έχει έρθει από τη Βοϊβοδίνα στο Βελιγράδι για να σπουδάσει ηθοποιός. Αποτυγχάνει, όμως, επανειλημμένα στις εισαγωγικές εξετάσεις της Ακαδημίας κι έτσι σπουδάζει γερμανική φιλολογία. Για να κερδίσει λίγα χρήματα, βγάζει περίπατο τον ανάπηρο μαέστρο Ντάνιελ. Όταν, σε κάποια από τις βόλτες τους, βλέπει το κορίτσι του, στην αγκαλιά ενός άλλου άνδρα, αποφασίζει να φύγει για τη Βουδαπέστη. Το βιβλίο εξιστορεί την περιπλάνησή του στις πόλεις και τα τοπία της ψυχής του έως ότου κατασταλάξει στο ποιος είναι και τι θέλει να κάνει. Η ζωή του ορίζεται από τη σχέση με τους γονείς του και κυρίως με τη μητέρα του, καθώς και με τις κοπέλες με τις οποίες συνδέεται. Αλλά και από τη γνωριμία του με ανθρώπους όπως ο συγγραφέας Κονστάντιν και η γυναίκα του, η Μαριάννα, και πολλούς άλλους. Ο Ρούντι παρατηρεί τις προσόψεις των κτιρίων, τους δρόμους, τους σταθμούς των πόλεων απ΄ όπου περνά. Ιχνηλατεί τις πορείες των ανθρώπων: του εμβληματικού Σέρβου μετανάστη Ράντογε Λάλοβιτς, για παράδειγμα, με την κόρη του οποίου έχει μια πολύ όμορφη και μάλλον καθοριστική σχέση. Τη Βουδαπέστη ακολουθεί το Μόναχο, το Μόναχο το Αμβούργο. Κι όταν φθάνει η ώρα, παίρνει πάλι το τρένο για να επιστρέψει. Γιατί «… ό,τι δεν πάρεις στην αρχή σε περιμένει στο τέλος» (σελ. 359). Η περιπλάνηση, ακόμα κι όταν κοιτάς μέσα από ένα ρωσικό παράθυρο, μπορεί να μην τελειώσει ποτέ.

Όπως ίσως θα έχει αντιληφθεί ο αναγνώστης, η πορεία του Ρούντι σημαδεύεται από εσωτερικές ανακαλύψεις σε κάθε σημείο της διαδρομής. Η εξέλιξη, όμως, της ιστορίας δεν είναι ακριβώς γραμμική: οι διαπιστώσεις επανέρχονται, ξανά και ξανά, διατυπωμένες από άλλα πρόσωπα ή από τον ίδιο τον Ρούντι. Οι εμπειρίες προστίθενται στα υλικά με τα οποία θα διαμορφώσει τη ζωή του. Προϋπάρχουν ορισμένες σταθερές – και η ανάγκη της ταξινόμησης, της συναρμολόγησης σε ένα σύνολο. Αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι ούτε προδιαγεγραμμένο ούτε οριστικό. Ο Ρούντι βιώνει τον έρωτα και την απογοήτευση, αναπολεί το παρελθόν της οικογένειάς του, ίσως και της διαμελισμένης χώρας του, ανακαλεί εικόνες και συναισθήματα που δοκίμαζε ως παιδί μέσα από το παράθυρο ενός ακίνητου βαγονιού ή ενός κινούμενου τρένου, εκπληρώνει εμμονές. Ζει και ταυτόχρονα σκέφτεται στην απεραντοσύνη του χρόνου. Με ποιητικό, όχι όμως και δυσνόητο τρόπο, χρησιμοποιώντας υπέροχες μεταφορές, ο Βέλικιτς καταγράφει την αβεβαιότητα του ήρωά του στο φόντο της δεκαετίας του ‘90.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: «Σημειώσεις από τη ζωή ενός μικροαστού», «Τα τρένα», «Κάποιες άλλες ιστορίες». Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο δεύτερο μέρος, που είναι και το μεγαλύτερο και όπου η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και χωρίζεται σε πολλά ολιγοσέλιδα κεφάλαια. Το πρώτο μέρος είναι η εξιστόρηση του Ντάνιελ που φαίνεται να μοιάζει αρκετά στον Ρούντι και το τρίτο οι σύντομες αφηγήσεις άλλων προσώπων του μυθιστορήματος. Το πρώτο  και, κυρίως, το τρίτο μέρος, αν και καλογραμμένα, δεν προσθέτουν, κατά την άποψη της υπογράφουσας, στο κείμενο. Θα θέλαμε να σημειώσουμε, τέλος, ότι η μετάφραση έγινε απευθείας από τα σερβικά και επιχορηγήθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού της Σερβίας.