Οδύνη και Δύναμη

..εδώ, που στεκόμουν ατέλειωτες ώρες

μπροστά σε πόρτες βαριές και κλειστές.

Άννα Αχμάτοβα

Η Άννα Αχμάτοβα γράφει το ποίημα σ’ ένα φύλλο χαρτί, οι λιγοστοί έμπιστοι φίλοι της το διαβάζουν μέχρι να το απομνημονεύσουν – έπειτα εκείνη ανάβει ένα σπίρτο και το καίει, ώστε να μην υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο της απαγορευμένης ποίησής της. Αυτή ήταν η ”ιεροτελεστία” που αναγκαστικά ακολουθούσε η Ρωσίδα ποιήτρια όταν δημιουργούσε το «Ρέκβιεμ» μεταξύ 1938-1940, την εποχή που έπεφτε πάνω στο λαό της Σοβιετικής ‘Ενωσης η βαριά σκιά της σταλινικής τρομοκρατίας: η ίδια ήταν σε δυσμένεια, τα βιβλία της είχαν πολτοποιηθεί, οι κοντινοί της άνθρωποι φυλακίζονταν, εξορίζονταν, εκτελούνταν, ενώ ο γιος της ήταν επίσης στην φυλακή καταδικασμένος σε θάνατο. Η Αχμάτοβα ”γεννούσε” τα ποιήματά της στις ατελείωτες ουρές έξω από τα κρατητήρια περιμένοντας το επισκεπτήριο στις φυλακές μαζί με χιλιάδες άλλους Ρώσους που μοιράζονταν την ίδια μοίρα.

Το «Ρέκβιεμ» είναι ένα εμβληματικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, στο οποίο κυριαρχεί η πάσχουσα γυναικεία μορφή: συμβολίζει την ίδια την ποιήτρια -υπάρχουν άλλωστε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία-, αλλά κυρίως την ανώνυμη γυναίκα του ρωσικού λαού που αναγκάζεται δια της βίας να στερηθεί τα αγαπημένα της πρόσωπα και υφίσταται τα πάνδεινα για να επιβιώσει σε συνθήκες απόλυτης ένδειας και σκληρής καταπίεσης. Ο Χρόνος, κυρίως με την μορφή της αναμονής, διατρέχει το έργο από την αρχή έως το τέλος σαν ποταμός – οι ποταμοί της Ρωσίας ”κυλάνε” σε αρκετά ποιήματα του «Ρέκβιεμ», ενώ ο τραγουδιστός ρυθμός και ο λυρικός λόγος που χαρακτηρίζει την ποίηση της Αχμάτοβα συνδυάζεται με στοιχεία της ρώσικης παράδοσης δίνοντας ένα ποιητικό αποτέλεσμα που συγκινεί βαθιά τον αναγνώστη. Οι λιτοί και ταυτόχρονα πυκνοί στίχοι αποδίδουν όλη την οργή, την οδύνη αλλά και τη δύναμη της αντοχής του ανθρώπου που, παγιδευμένος μέσα στη δίνη της ιστορίας, επιμένει, αντιστέκεται, ελπίζει.

Η Άννα Αχμάτοβα (1889-1966) υπήρξε μια μεγάλη ποιήτρια και μια σημαντική γυναίκα: αν και η ποίησή της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτική με τη στενή έννοια του όρου, κατόρθωσε ν’ ασκήσει  σημαντική πολιτική επιρροή και να γίνει σύμβολο αντίστασης και ελπίδας για έναν ολόκληρο λαό. Τα απαγορευμένα ποιήματα του «Ρέκβιεμ» μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα στη διάρκεια του σταλινικού καθεστώτος ενώ εκδόθηκαν για πρώτη φορά στο Μόναχο το 1963 – οι Ρώσοι μπόρεσαν να τα διαβάσουν τυπωμένα μόλις το 1987. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν το 1973 στο περιοδικό ”Δοκιμασία”, έπειτα το 1994 στο περιοδικό ”Ποίηση” σε απόδοση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, ενώ σημείο αναφοράς μέχρι σήμερα παραμένει η μετάφρασή τους από τον Άρη Αλεξάνδρου (1998, εκδόσεις Υπερίων).

Η παρούσα μετάφραση από τα ρωσικά του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη στη δίγλωσση έκδοση του «Ρέκβιεμ» από τον «Αρμό», κατορθώνει να αποδώσει στα ελληνικά με ευαισθησία και σεβασμό το έργο της ποιήτριας και κυρίως -κι αυτό είναι ίσως το δυσκολότερο στη μετάφραση της ποίησης-, να ”μεταγγίσει” στον αναγνώστη το συναισθηματικό βάθος της γραφής της. Η εκτεταμένη εισαγωγή με βιογραφικά στοιχεία για την Αχμάτοβα και το post scriptum -και τα δύο από τον μεταφραστή-, το φωτογραφικό υλικό καθώς και το επίμετρο με ποιήματα των Μπορίς Πάστερνακ, Μαρίνα Τσβετάγιεβα και άλλων Ρώσων δημιουργών, πλαισιώνουν με τον καλύτερο τρόπο το σημαντικό αυτό ποιητικό έργο.

Επειδή συχνά τίθεται το ερώτημα ποια είναι τελικά η χρησιμότητα της ποίησης, θα κλείσω αυτή την παρουσίαση με τη φωνή της ίδιας της ποιήτριας από τον πρόλογο του «Ρέκβιεμ», που δίνει απάντηση με τον καλύτερο τρόπο στον παραπάνω προβληματισμό:

”Τα φοβερά εκείνα χρόνια της τρομοκρατίας… πέρασα δεκαεπτά μήνες σε ουρές έξω από τις φυλακές στο Λένινγκραντ…. Τότε μια γυναίκα με γαλανά χείλη που στεκόταν πίσω μου… ψιθυριστά με ρώτησε στ’ αυτί:

– Αυτά εδώ μπορείτε να τα περιγράψετε;

Και τότε εγώ είπα: – Μπορώ.

Τότε κάτι σαν χαμόγελο γλίστρησε πάνω σ’ εκείνο που κάποτε ήταν το πρόσωπό της.”