Μια συζήτηση για την ‘Ενοπλη Πάλη, τη Φυλακή και την Αριστερά

Ή γουρούνι ή άνθρωπος.

Μέση λύση δεν υπάρχει.

Χόλγκερ Μάινς, μέλος της RAF

Όταν, στις 20 Απριλίου 1998, η γερμανική ένοπλη οργάνωση RAF (Φράξια Κόκκινος Στρατός) έθεσε τέρμα στην τριαντάχρονη δράση της ως αντάρτικο πόλεων, ο απολογισμός των πεπραγμένων της ήταν εντυπωσιακός στο επιχειρησιακό πεδίο και αιματηρός σε ανθρώπινο κόστος: βομβιστικές επιθέσεις σε αμερικανικούς στόχους, εκτελέσεις δικαστών, βιομηχάνων και πολιτικών, απαγωγές ομήρων, επιχειρήσεις απελευθέρωσης φυλακισμένων και ταυτόχρονα 69 νεκροί, εκ των οποίων οι 28 μέλη της RAF και 200 πολιτικοί κρατούμενοι στις γερμανικές φυλακές καταδικασμένοι σε μακροχρόνιες ποινές.

Ο πόλεμος μέχρις εσχάτων ανάμεσα στην οργάνωση και το γερμανικό κράτος έφτασε στην κορύφωσή του με τη Νύχτα του Θανάτου (17η προς 18η Οκτωβρίου 1977), όταν φυλακισμένα μέλη της RAF ”αυτοκτόνησαν” υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στα λευκά κελιά της φυλακής υψίστης ασφαλείας του Στάμχαϊμ – είχε ήδη προηγηθεί η ”αυτοκτονία” της Ούρλικε Μάινχοφ ένα χρόνο πριν. Η 61χρονη σήμερα Ίρμγκαρντ Μέλερ, από την πρώτη γενιά της RAF, είναι η μοναδική που επέζησε, βαριά τραυματισμένη, από εκείνη τη νύχτα: έχοντας μείνει στη φυλακή πάνω από 22 χρόνια, καταθέτει σε μια εκτενή συζήτηση με το νομικό και δημοσιογράφο Όλιβερ Τόλμαϊν, τη δική της εκδοχή για τα γεγονότα, αντικρούοντας τα επίσημα σενάρια περί μαζικής αυτοκτονίας και ανατρέποντας τους μύθους που αναπτύχθηκαν από τα ΜΜΕ για τα πρόσωπα και τη δράση της ομάδας.

Παράλληλα διηγείται με ρεαλισμό τις σκληρές συνθήκες κράτησης των πολιτικών κρατούμενων και τις προσπάθειές τους να αντισταθούν στην εκμηδένιση της προσωπικότητάς τους, χρησιμοποιώντας ως έσχατο μέσο πάλης τις απεργίες πείνας. Η συζήτηση διευρύνεται ανατρέχοντας στη γέννηση, την πορεία και το τέλος του εγχειρήματος της RAF, ενώ αναλύονται διεξοδικά οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες τόσο στην τότε Δυτική Γερμανία όσο και παγκόσμια που οδήγησαν τη Μέλερ και τους συντρόφους της να επιλέξουν την ένοπλη δράση ως αφετηρία ενός γενικευμένου ταξικού πολέμου για την ανατροπή του καπιταλισμού. Παρά την κριτική που ασκεί η Μέλερ τόσο στην προσωπική της διαδρομή όσο και στις επιλογές της οργάνωσης, δεν δηλώνει μεταμέλεια ούτε αποκηρύσσει το παρελθόν: επιμένει στο όραμα της εξέγερσης και προσβλέπει στη συνέχιση του αγώνα με άλλα μέσα για μια κοινωνία όπου ”το ψωμί του ενός δεν θα σημαίνει το θάνατο του άλλου”.

Το πυκνογραμμένο κείμενο -ο Γιάννης Κέλογλου έφερε επιτυχώς σε πέρας την απόδοση του στα ελληνικά-, περιέχει πλήθος γεγονότων και ονομάτων, γι’ αυτό και απαιτεί τη συγκέντρωση του αναγνώστη κατά την προσέγγισή του, ενώ προσωπικά βρήκα μάλλον κουραστικές και αδιέξοδες τις ατέρμονες πολιτικές αναλύσεις των δύο συνομιλητών. Αντίθετα, δυνατές στιγμές του βιβλίου είναι οι περιγραφές των συνθηκών κράτησης σε πλήρη απομόνωση, της αγωνίας των κρατουμένων να επικοινωνήσουν μεταξύ τους αλλά και του βασανιστηρίου της αναγκαστικής σίτισης κατά τη διάρκεια των απεργιών πείνας. Η συνομιλία συμπληρώνεται από μια σειρά αγνώστων στην Ελλάδα κειμένων της RAF ενώ η λιτή, χωρίς συναισθηματισμούς, αφήγηση της Μέλερ για την εμπειρία της από τη Νύχτα του Θανάτου έχει σχεδόν τη μορφή ντοκουμέντου και αποκαλύπτει, με το βάρος της προσωπικής μαρτυρίας, τη βαρβαρότητα που μπορεί να κρύβεται πίσω από το προσωπείο της αστικής δημοκρατίας.