«Από το ένα στο άλλο, αεικίνητη, μπροστά στο παράθυρο με το ηλιοβασίλεμα που ξεχείλιζε και απλωνόταν. Εγώ που πίστευα ότι τα έχω σβήσει όλα, ότι τα έχω θάψει πολύ βαθιά, από τότε που αποφάσισα να μην παραπονεθώ ποτέ ξανά, κι ας παραπονιέμαι διαρκώς, να μην το εννοώ το παράπονό μου θέλω να πω, να μην το αφήνω να με αγγίζει, ούτε και να αντιστέκομαι στην αδήριτη (μόλις προχθές έμαθα τις ακριβείς σημασίες της λέξης και ζήλεψα την περιεκτικότητά της) ανάγκη μου να πρωταγωνιστώ στα δράματα που επινοώ, διασκεδάζοντας κάπως την άχαρη ζωή μου, ολόγλυκα πνιγμένη σε ωκεανούς ψιθύρων» (σελ. 205-206)

Καταξιωμένη και πολυβραβευμένη συγγραφέας, η Μάρω Δούκα (Χανιά, 1947), καταπιάνεται σε αυτό το μυθιστόρημα με μια 69χρονη γυναίκα, την κυρία Αφεντούλα, η οποία αναρτά τις σκέψεις της, μέσα από την εξιστόρηση της καθημερινότητάς της, στο διαδίκτυο και ειδικότερα στο facebook.

Η κυρία Αφεντούλα είναι χήρα, ζει στο Παγκράτι και έχει τρεις κόρες. Παντρεύτηκε μόλις τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο, έκανε παιδιά αμέσως, έζησε δίπλα σε έναν σύζυγο που της χάρισε μια άνετη ζωή, τουλάχιστον μέχρι τα χρόνια της κρίσης, και που εξασφάλισε το μέλλον των θυγατέρων τους από οικονομική, αν μη τι άλλο, άποψη. Αφού ξεπετάχτηκαν λίγο τα παιδιά της, η κυρία Αφεντούλα έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Αρχιτεκτονική: είναι λοιπόν και κάπως διανοούμενη,  με την έννοια ότι μπορεί να έχει και πιο πνευματικά ενδιαφέροντα , αν και αισθάνεται να υστερεί, ιδίως σε σχέση με την παιδική της φίλη, την Αίθρα που είναι φιλόλογος. Με την «τυχαία» συνάντησή τους ένα πρωί στου Μπακάκου, θα ξεκινήσει μάλιστα και το βιβλίο. Ένα τρίτο πρόσωπο που παίζει κομβικό ρόλο στο βιβλίο είναι ο Αντώνης,  σύζυγος μιας κοινής τους φίλης που έχει πεθάνει (μάλλον αυτοκτόνησε), και ο οποίος φαίνεται πως μπαινόβγαινε στη ζωή τους, όπου εξακολουθεί, με έναν τρόπο διαφορετικό για την κάθε μια, να είναι παρών. Και είναι και οι κόρες της κυρίας Αφεντούλας: η μεγάλη, η Ασπασία, γιατρός, διαζευγμένη, η Αργυρώ, σύζυγος και μητέρα δύο παιδιών και η Χαρά,   πολυσπουδαγμένη αλλά όχι κατασταλαγμένη ακόμη, τόσο προσωπικά όσο και επαγγελματικά.  Ανάμεσα στις έγνοιες της γι΄αυτές, και ιδίως για τη Χαρούλα, τις προσωπικές της σχέσεις (και πικρίες που δημιουργεί το πέρασμα των χρόνων), την επαφή της με τη γειτονιά και την καθημερινότητά της, κινείται η κυρία Αφεντούλα.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: στην «Ανάβαση», την «Παράβαση» και την «Κατάβαση» της κυρίας Αφεντούλας. Συνδέουμε το πρώτο μέρος με τη γνωριμία του αναγνώστη/της αναγνώστριας με την ηρωίδα, το δεύτερο με κάποιες λογοτεχνικές απόπειρές της και τα προσωπεία-διαφορετικές ταυτότητες που χρησιμοποιεί στις αναρτήσεις της και το τρίτο με την επάνοδο στην εξιστόρηση της καθημερινότητάς της, όπου εντάσσονται και μερικές σελίδες σπαρταριστής αυτοειρωνείας και χιούμορ. Η πλοκή δένεται ενδιάμεσα, και έντεχνα, και το τέλος προκύπτει κάπως απρόσμενα αλλά  μάλλον λυτρωτικά, θα λέγαμε, για την κυρία Αφεντούλα.

Η συγγραφέας φτιάχνει μια ηρωίδα που, ενώ μοιάζει σίγουρη για τη ζωή που έχει ζήσει, αφήνει να περάσουν αμφιβολίες, εγωισμοί, ακόμη και μικρότητες που θολώνουν προς στιγμήν την εικόνα που έχει για τον εαυτό της. Ωστόσο η κυρία Αφεντούλα έμαθε να κάνει στην άκρη ό,τι την ενοχλεί και να βρίσκει στην καθημερινότητα ό,τι την κρατάει για να προχωρήσει. Είναι δυναμική, αποφασισμένη και ενίοτε ξεροκέφαλη– αλλά και γεμάτη αγάπη, που δεν δόθηκε ή που περίσσεψε.

Με το βιβλίο της αυτό η Μάρω Δούκα δίνει μια εικόνα της Ελληνίδας στην αρχή, ίσως, μιας νέας, εποχής, φέρνοντας στην επιφάνεια «ξεχασμένα» συναισθήματα και προσμονές.