Για όσους από εμάς η πτώση του Τείχους του Βερολίνου δεν είναι παρά μια θολή παιδική ανάμνηση από τις ειδήσεις στην τηλεόραση, οι γνώσεις μας για την Ανατολική Γερμανία περιορίζονται ενδεχομένως στις εικόνες από τις κινηματογραφικές ταινίες «Αντίο Λένιν» (2003) και «Οι ζωές των άλλων» (2006). Το βιβλίο του Μαξίμ Λέο «Ψηλά τις καρδιές», το οποίο χρονικά ακολούθησε τις δυο αυτές ταινίες, καθώς γράφτηκε το 2009, συνιστά κατά μία έννοια το λογοτεχνικό τους αντίστοιχο – χωρίς ωστόσο το στοιχείο της μυθοπλασίας.

Το «Ψηλά τις καρδιές. Μια οικογένεια στην Ανατολική Γερμανία» είναι μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση: είναι το χρονικό της οικογένειας του ίδιου του συγγραφέα, ξεκινώντας από τις ιστορίες της γενιάς των παππούδων του, περνώντας στη γενιά των γονιών του, και φθάνοντας στις δικές του παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ). Το γεγονός ότι ο Μαξίμ Λέο είναι δημοσιογράφος, σε μια οικογένεια όπου τέσσερις γενιές αφιερώθηκαν σ’ αυτό το επάγγελμα – λειτούργημα, αποτελεί ευνοϊκή συνθήκη για τη συγγραφή του χρονικού του, όσο κι αν είναι περίεργο, όπως παρατηρεί ο Λέο, να παίρνεις συνέντευξη από την ίδια σου τη μητέρα.

Ο Λέο γράφει το χρονικό του από τη σκοπιά του Δυτικογερμανού, παρότι μεγάλωσε και ενηλικιώθηκε στην Ανατολική Γερμανία (ήταν 19 ετών όταν έπεσε το Τείχος). Ο ίδιος επισημαίνει εξαρχής πως δεν ξέρει πώς εξαφανίστηκε ο Ανατολικογερμανός από μέσα του, ισχυρίζεται πως «η Δύση ήρθε σ’ εμένα», ωστόσο είναι σαφές ότι ο ίδιος (σε αντίθεση με τη μητέρα του) ποτέ δεν ταυτίστηκε με αυτή τη χώρα. Ένα απ’ τα αγαπημένα του παιχνίδια ως παιδί ήταν η διαφυγή στη Δύση: τρία παιδιά παρίσταναν τους συνοριοφύλακες, ο τέταρτος προσπαθούσε να σκαρφαλώσει μια σκαλωσιά και να τους περάσει. «Αν κατάφερνες να περάσεις στην άλλη πλευρά, έπρεπε να φωνάξεις “Δύση” και τότε κέρδιζες».  Το ίδιο «παιχνίδι της Δύσης» συνεχίζει και ως έφηβος, λίγο πριν από την πτώση του Τείχους: μια αλλαγή στην προφορά, δυτικογερμανικά τζιν παντελόνια, κι ένας χάρτης αγορασμένος στο Δυτικό Βερολίνο, αρκούν για να παριστάνει με την παρέα του τον Δυτικό και να κερδίζει τα περίεργα βλέμματα των Ossies, των Ανατολικών – κι αυτό του φτάνει για να τον κάνει ευτυχισμένο.

Στην αφήγηση του Λέο δεν διακρίνεται κάποια αίσθηση «οσταλγίας» – όπως νεολογίζοντας ονομάστηκε η νοσταλγία για την Ανατολική Γερμανία– όσο κι αν μετά την πτώση του Τείχους τον εκνευρίζει να αντιμετωπίζεται η ΛΔΓ ως «η γη της χολέρας». Υπάρχει ένα στοιχείο δημοσιογραφικής ουδετερότητας στη γραφή του, συντομία και απλότητα, χαρακτηριστικά τα οποία συντείνουν ώστε το «Ψηλά τις καρδιές» να είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται πολύ εύκολα, ακόμα και εάν το θέμα του θα μπορούσε να μοιάζει σε κάποιους βαρύ. Παρά τα περιστατικά που δείχνουν τον παραλογισμό του καθεστώτος (στην εφημερίδα όπου εργάζεται η μητέρα του κανείς δεν τολμά να διορθώσει ούτε τα ορθογραφικά λάθη στις ανακοινώσεις του Κόμματος), ο Λέο δεν «καταγγέλλει» – απλώς καταγράφει.

Στην αφήγησή του/στο χρονικό του κυριαρχεί η διάθεση της κατανόησης των προηγούμενων γενιών, των διλημμάτων τους, των αντιθετικών δρόμων που ακολούθησαν, του γεγονότος πως οι ζωές τους καθορίστηκαν κάποιες φορές απλώς από τυχαία συμβάντα. Πως ακόμα και πιστεύοντας ότι η ΛΔΓ ήταν μια δικτατορία κομματικών στελεχών, αναζήτησαν έναν τρόπο να ζήσουν: «το μόνο που είχε σημασία ήταν το φαίνεσθαι», ισχυρίζεται ο πατέρας του συγγραφέα, Βολφ Λέο, «το κράτος δεν απαιτούσε πραγματική πίστη. Δε χρειαζόταν να λυγίσεις ή να πουληθείς , αρκούσε απλώς να συμμετέχεις λιγάκι στο μεγάλο θέατρο του Σοσιαλισμού».