Κι ο τίτλος μόνον υποδηλώνει «έργον εν εξελίξει». Ψηφιδωτή σύνθεση εικόνων α-λόγων σε τόνο μαντικό κι άλλοτε δοξαστικό. Ποιητής-προφήτης (Poeta-vates) είναι κατά τη γνώμη μου ο πρωτοεμφανιζόμενος Γεώργιος Γιαννούτσος, ναυπηγός μηχανολόγος ηλεκτρολόγος διπλωματούχος μηχανικός του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, γεννημένος στην Ιθάκη.

Στο πρώτο αυτό εκδοθέν ποιητικό πόνημα που κυκλοφορεί ο Γεώργιος Γιαννούτσος επιδεικνύει συνθετικές ικανότητες φιλοσοφικού βεληνεκούς. Ο Χρόνος είναι ο βασικός θεματικός του άξονας κι όλα τα φαινόμενα που έλκουν την προσοχή του είναι κυκλικά.

Ο ουροβόρος όφις στη σελ. 134 συναντά το πρώτο θερμοδυναμικό αξίωμα. Χωρίς να μοιάζει μεταφυσικός, ο καλός ποιητής φαίνεται να διατρανώνει πως η ενέργεια δεν δημιουργείται από το μηδέν και δεν χάνεται ποτέ οριστικά.

Θεός-Χρόνος. Άγχος για το κύλισμα του χρόνου, φόβος των γηρατειών, ο εφιάλτης της ακινησίας που είναι χειρότερη κι από τον ίδιο τον θάνατο.

«Το ψέμα είναι κάτι που εξέχει» (σελ. 15). Ωραίος ορισμός. Αλήθεια: η καμπυλότητα της τέλειας σφαίρας.

Υπέροχο δοξαστικό της ζωής: «Και θα ξηλώνουν / το χαλί / τα όνειρά μας. / Κι αυτοί / που ζήσανε καλά / κι εμείς καλύτερα / με μια / σανίδα / ουρανό / θα πλέουμε / ακύμαντοι / στ’ ανοιχτά / της τελείας.» (σελ. 23).

Πρωτότυπη εικόνα: «Ανασαίνω / αναβοσβήνοντας / πολύχρωμο / σκοτάδι. / Το Θεό φοδραρισμένος. / Τα κόκαλά μου / επιπλέουν / στο βλέμμα Του» (σελ. 24).

Ιδιοφυή τετράστιχα, όπως: «Σε μια ρυτίδα τού ουρανού / μεγάλωσα / και κάτω / απ’ τα πόδια μου / γεννιέμαι». (σελ. 25).

Υπερ-ρεαλιστικές εικόνες που παραπέμπουν στον ιρασιοναλισμό: «Με θυμάται / το σπίτι» ή «Ένα σκουλήκι / με κουβαλάει / στη ράχη του» (σελ. 25).

Φλερτάροντας με το λεγόμενο «θέατρο του παράλογου» ο Γεώργιος Γιαννούτσος δημιουργεί ένα δραματικό ποιητικό υβρίδιο, μονολογικό αλλά και πανανθρώπινο: «Έρχεται η στιγμή / να γίνω ένα ρολόι» (σελ. 29).

Συνειρμοί και προσλαμβάνουσες εικόνες, λανθάνουσες στο ποιητικό υπο-συνείδητο: «Και θροΐζει / ένα ραδιόφωνο κλειστό / και το κουδούνι / του σχολείου μου.» […] «Η βρύση στάζει; / Ή η καρδιά μου; / Διψάω. / Κι έχω / γίνει / όλος / μια στάλα.» (σελ. 34).

Χρησιμοποιώντας την αντίθεση καταλήγει να αυτοκαθορίζεται με σαρκαστικό παρηχητικό τρόπο στη σελίδα 40: «Είμαι ένας συγγραφέας / πια δεν έχω καμιά λύπη / έχω γράψει ένα βιβλίο / για σελίδα που του λείπει».

Ποιητική σύνταξη, διασκελισμοί, ελλείπουσα στίξη, σποραδικές ομοιοκαταληξίες κι ασύνδετα σχήματα καταλήγουν σε ολιγόστιχα συμπεράσματα, όπως στο ποίημα «Σημάδι» (σελ. 44-46).

Η τελευταία ενότητα «…του δημοτικού…» [τραγουδιού απόηχοι]. Μινιμαλισμός και κομψότητα στην καλλιέπεια ενός ύφους που δεν έχει επανευρεθεί ακόμη.

«Και στέκει άγαλμα η ζωή / που κουβαλάς στην πλάτη» (σελ. 50).

«Η θάλασσα / κατάσαρκα / στο χώμα / ανεμίζει» (σελ. 52).

Ακόμα και βακχικές «παραβάσεις» ανιχνεύονται σε αυτό το ευσύνοπτο πόνημα:

«Στα σκέλια μου ανάμεσα / την πρώτη μου τη νιότη // να κρυφοβλέπει η κοπελιά / κι εγώ τον αφαλό της» (σελ. 55).

Αλλού ανιχνεύουμε συρραφή δημοτικοφανών ασμάτων που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ανεξάρτητα: «Να βγω καράβι στ’ ανοιχτά / χάρτινο απ’ τα χρόνια // να ’χει σκισμένο το πανί / στ’ αμπάρια όλο μελάνι. // Να σκοτεινιάσω τα νερά / προτού τα πάρει η νύχτα» (σελ. 56).

Ωραίες εικόνες-στοχασμοί, όπως στη σελ. 58: «Και τον κοιτάω ολόγυμνο / με τα δικά του μάτια».

Ο Γεώργιος Γιαννούτσος θα το βρει το ποιητικό του όραμα υλοποιημένο μετά από μια-δυο προσπάθειες στο αχανές, στο τρικυμισμένο πέλαγος των λέξεων. Μέχρι τώρα ευπρόσδεκτη συγκομιδή…