Ο τρόπος που μιλάει κανείς για την τέχνη και την ύπαρξη των άλλων είναι ο ασφαλέστερος οδηγός για τη μελέτη κι έρευνα του βίου και της πολιτείας αυτού του ιδίου. Σε αυτό το βιβλίο με τον ελαφρά ειρωνικό κι αυτοσαρκαστικό τίτλο «Προσωρινή μέθη», ο Ποιητής Γιώργος Χρονάς αποκαλύπτεται πίσω από το σκληρό και άκαμπτο προσωπείο που …δεν φορά, αλλά του προβάλλουν συχνά οι άλλοι ανελέητα πάνω στο αγλαόν σκότος που τον περιβάλλει ως φωτοστέφανο πραγματικού αγίου, ζώντος, με σάρκα και οστά.

Εδώ πρωταγωνιστούν τα πρόσωπα που διασταύρωσαν τροχιές μαζί του κι άλλα που κινήθηκαν παράλληλα, αλλά σε απόσταση αναπνοής από το συν-πάσχον ποιητικό σώμα. Γιατί αυτή είναι η μεγαλοσύνη του Χρονά: είναι πάντα παρών, είναι διαρκώς εναργής, είναι δια-χρονικός κι απαράλλαχτος μέσα στην εξελικτική πορεία αλλαγών τις οποίες υφίσταται με προσωκρατική αταραξία κι εσωτερική γαλήνη απαρόμοιαστη. Τον είπαν συχνά επικούρειο κι είχαν δίκιο, όσον αφορά τον βίο και την πολιτεία του. Εγώ όμως που τον ξέρω και τον έχω μελετήσει από το 1979 κι εντεύθεν, πιστεύω ότι είναι μάλλον ηρακλείτειος όσον αφορά το έργο και τον διατυπωμένο δημόσιο λόγο του. Αυτή η αντιπαραβολή, που δεν είναι βεβαίως αντίθεση, αφού τα πνευματικώς δρώντα πρόσωπα διά της αντιστίξεως εκφράζονται, ξεχωρίζουν και χαράσσουν την ιδιαίτερα μοναχική τροχιά τους, καταδεικνύει εις το έπακρον τη σοβαρότητα του ποιητή, την επιμονή του να δημιουργεί στίχο τον στίχο, ρυθμό τον ρυθμό, λόγο τον λόγο, νυχθημερόν το προσωπικό του μαυσωλείο, το κενοτάφιο του οράματός του. Μεταξύ Έρωτος και Θανάτου κινούμενος ο Γιώργος Χρονάς, αντιπαλεύει δυνάμεις αρχετυπικές, πανανθρώπινες. Κι ως εκ τούτου ο λόγος του είναι σημαίνων, απαστράπτων χωρίς να είναι και στιλβωμένος, φιλοσοφικός, χωρίς να είναι απελπισμένος ή πεισιθάνατος. Αυτή η στωικότητα –ηφαιστειακή, ενίοτε– που τον χαρακτηρίζει ως πολιτιστικό κύτταρο (και σ’ αυτό συντίθενται εις μίαν οι τρεις μορφές της Εκάτης: ποιητής-προφήτης, στιχουργός, δημοσιογράφος), αυτή η καλόγνωμη αλλά όχι πάντα απαλή φιλανθρωπία και ζωολατρεία του [με την έννοια της Ζωής, συμπεριλαμβανομένων των ζώων και των ζωντανών], αυτή η αρχαιοελληνική σκληρότητα του χειρώνακτα, του βιοπαλαιστή, του ταπεινού και «περιθωριακού»: αυτή είναι το κλειδί για την ερμηνεία του έργου του και για τα αποκαλυπτήρια της προτομής του. Ως Έλλην παγκόσμιος και διεθνής, ως ευγενής άλλων εποχών κι άλλων ηθών, ο Γιώργος Χρονάς, φιλοτεχνεί το φαγιούμ που θα τον στεγάσει. Αυτή είναι η ιδιαιτερότητα του βιβλίου που κρατάτε ανά χείρας. Μιλάει ο ίδιος –έμμεσα– απευθυνόμενος φαινομενικώς σε άλλους, εκμαιεύοντας απαντήσεις, σχολιάζοντας ή υπομνηματίζοντας, φιλοτεχνεί τη δική του νεκρολογία [μακρινή, ελπίζω και πιστεύω], σαν μυθικός ήρωας που γύρισε από τον θάνατο, με μόνη του έγνοια να μας προειδοποιήσει, να μας προετοιμάσει για το τέλος του λόγου το αληθές, το ανέκκλητο, κι ανεκλάλητο. Ναι, είναι μύστης ο Χρονάς, των προαιώνιων μυστηρίων, που γιάτρευαν τη ναυτία του Θανάτου, με Έρωτα και μέθη, προσωρινή. Διαβάστε τον, όπως θα αναγιγνώσκατε έναν ψαλμό. Άδοντας.