Το Φως κι η Σκιά κονταροχυτπιούνται σε αυτό το ποιητικό-εικαστικό πόνημα του Γιάννη Δ. Στεφανάκι με επίφαση στο χώμα, που απειλεί να μας καταπιεί διά της βαρύτητος του Θανάτου. Υπαρξιακή αγωνία ναι, απαισιοδοξία όχι. Μεταφυσικές προεκτάσεις ανύπαρκτες, σωματικότητα υπερισχύουσα. Ο Πόθος της ζωής κατισχύει απάντων των εχθρών κι απασών των αντιτιθεμένων δυνάμεων. Η σκέψη του υλιστικά επιστημονική. Ο διαλογισμός του ολόφωτος και αρνησιθάνατος [ας μου συχωρεθεί ο νεολογισμός, αλλά τη γλώσσα πολύ βαρύναμε από την πολλή αλόγιστη χρήση και κονιορτοποιήθηκε ο θησαυρός της].

Η ποιητική πρόζα τού Γιάννη Δ. Στεφανάκι είναι εφάμιλλη της εικαστικής εικονογραφήσεώς της. Συμπαγής και συνεκτική, λακωνική κι εναργής, λιτή και καιροσκόπος (όσον αφορά την επίτευξη του τεθέντος λογοτεχνικού στόχου και την εξυπηρέτηση τού ποιητικού σκοπού).

Η θεματολογία μία κι επαναλαμβανόμενη (όπως σε όλους τους ποιητές που σέβονται τον εαυτό τους): ο Χρόνος-Θάνατος κι ο Έρως-Ζωή. Αυτό είναι όλο. Σε άπειρες παραλλαγές. Όμως εκείνο που τον διακρίνει από άλλους ομοτέχνους του είναι η παιδική αθωότητα και η προεφηβική στιλπνότητα των κοινωνούμενων εικασμάτων. Ακριβώς έτσι θα περιέγραφα τα «κινήματα της ψυχής του» και τον αισθητηριακό προσφυγισμό του.

Φυσικά, οι πρόσφυγες λειτουργούν ως αλληγορία, ως σύμβολο του διαρκώς ανήσυχου ανθρώπου, του αενάως μετακινούμενου, που τρώει από τα σκουπίδια και πίνει βρώμικο νερό, σαν χελιδόνι στην άσφαλτο, όμως ενσαρκώνει με τον καλύτερο τρόπο την ελευθερία της ματιάς πάνω στο γαλάζιο ή στο συννεφιασμένο του ουρανού αναζητώντας στον αφρό της θάλασσας τη λευκότητα ενός παραδείσου που ανάγεται στα πρώτα χρόνια της τρυφερής ηλικίας τού ομιλούντος προσώπου.

Η ομιλώσα ποιητική φωνή είναι αδρή και στιβαρή. Ερωτοτροπεί λεκτικώς με το αφκιασίδωτο κορίτσι της φοιτητικής πορείας. Προδίδει το εύρωστο του ερωτικού ενστίκτου ενός ανδρός που αρνείται να συμβιβαστεί με την ηλικία και την κάμψη των σωματικών δυνάμεων.

Η βαρύτητα: ο χειρότερος εχθρός του. Κι η εντροπία επίσης.

Κάθε άνθρωπος που βάζει τις σκέψεις του στο χαρτί με ποιητικό τρόπο είναι ένας νοσταλγός του Κάλλους που ναι μεν δεν ταυτίζεται πάντα με την Τάξη, είναι όμως συνώνυμος της Καθαρότητος. Οι ρυπαρές επιφάνειες των αστικών κτηρίων επανέρχονται στην ποιητική συρμαγιά του Γιάννη Δ. Στεφανάκι με την υπενθύμιση του χώματος, της ρύπανσης που επιφέρει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα.

Μακριά από ψυχαναλυτισμούς, η ποίησή του δεν είναι μήτε σύγχρονη μήτε μετα-μοντέρνα. Είναι αλλοτινή και παλιοκαιρινή, είναι νοσταλγική και αναθηματική, για τότε που ζούσαμε. Ευθυτενείς κι απλοί, κάτω απ’ τ’ άστρα. Αμετάφραστοι από τον ίδιο τον εαυτό μας. Ο κόλαφος της Λογικής, εχθρός κάθε γνήσιου ποιητή.