Το κλείσιμο του κύκλου

Κάνουμε κύκλους μέσα στη νύχτα

κι η φωτιά μας καταβροχθίζει…

Γκυ Ντεμπόρ

Μάης του 1968 – το Παρίσι φλέγεται, οι Γάλλοι φοιτητές είναι στους δρόμους και όλα δείχνουν ότι η επανάσταση βρίσκεται προ των πυλών. Σ’ ένα αμφιθέατρο του πανεπιστημίου του Σανσιέ, οκτώ νεαροί αριστεριστές αποφασίζουν ότι ήρθε η ώρα να περάσουν στην ένοπλη δράση. Κάποιος όμως ανάμεσά τους θα τους προδώσει, η ομάδα θα διαλυθεί και ο μόνος που θα διαφύγει τη σύλληψη είναι ο επικεφαλής και θεωρητικός της ομάδας – έκτοτε η τύχη του αγνοείται…

2001 – σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα, ένα από τα μέλη της ομάδας, ο Ζοζέφ Παντελέκ, δουλεύει πια ως φαροφύλακας στη νότια Βρετάνη, ζώντας ”μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος”. Αλλά οι ανοιχτοί λογαριασμοί με το παρελθόν επανέρχονται ξανά και ξανά μέχρι να πληρωθούν. Ο παλιός αρχηγός εμφανίζεται από το πουθενά για να του αναθέσει μια τελευταία αποστολή: θα πρέπει να εντοπίσει τους πρώην συντρόφους και να τους μοιράσει τα χρήματα που δεν πρόλαβαν να διοχετευτούν στον ένοπλο αγώνα – σε όλους εκτός από τον προδότη, τον οποίο πρέπει να ανακαλύψει. Ο Ζοζέφ δέχεται και ξεκινάει την περιπλάνησή του από την Ευρώπη έως την Αφρική, αναζητώντας τα ίχνη της ομάδας, ενώ παράλληλα προσπαθεί ν’ ανασυνθέσει τα κομμάτια της δικής του ζωής και να κάνει τον απολογισμό του.

Ο Πατρίκ Ρενάλ (1946), ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους εκπροσώπους της γαλλικής νουάρ λογοτεχνίας, επιλέγοντας μια κλασική στη σύλληψη και τη δομή πλοκή αστυνομικού μυθιστορήματος, κατορθώνει να τη χειριστεί μ’ έναν ”αριστερό” τρόπο: τη μπολιάζει με τα ιδανικά της γενιάς του ’68 και την οπλίζει με την οξεία κριτική της καπιταλιστικής κοινωνίας που καταναλώνει τα πάντα, ακόμα και την αλήθεια, για να την μετατρέψει σε εύπεπτο ψέμα. Ο μοναχικός αντιήρωάς του (ένα ακόμα νουάρ στερεότυπο), αν και παραιτημένος σχεδόν από τη ζωή, αποφασίζει συνειδητά ν’ αναμετρηθεί με το παρελθόν, με τους πρώην συντρόφους του αλλά κυρίως με τον εαυτό του, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί τόσο εύκολα όλοι τους ”παρέδωσαν τα όπλα”.

Έχοντας ροή κινηματογραφική, η αφήγηση στηρίζεται στα φλας μπακ στις φλεγόμενες μα ελπιδοφόρες μέρες του Μάη, σε αντιπαράθεση με το βαλτωμένο, αδιάφορο παρόν, ενώ κυρίαρχο είναι το αρχετυπικό μοτίβο του περιπλανώμενου, του ταξιδευτή που αναζητά κάτι ”χαμένο από καιρό”, ώστε να γίνει ξανά ολοκληρωμένος και πλήρης. Η επιτυχής μετάφραση αποδίδει εύστοχα τη γλώσσα του κειμένου, η οποία είναι πλήρης ζωντανών εικόνων και εντυπωσιακών τοπίων ενώ κυλά αβίαστα -σχεδόν προφορικά-, με μεγάλο ατού τους έξυπνους διαλόγους που συνδυάζουν τον αυτοσαρκασμό με το καυστικό χιούμορ. Ενδιαφέρουσες είναι και οι υπόγειες αναφορές του Ρενάλ στους πρώην συντρόφους του από την επαναστατική αριστερά, πολλοί από τους οποίους στράφηκαν επίσης στη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων, ανανεώνοντας ριζικά τη γαλλική νουάρ λογοτεχνία.

Το τέλος του βιβλίου αλλά και του ταξιδιού του ήρωα είναι ελπιδοφόρο αλλά ταυτόχρονα αβέβαιο, σ’ έναν κόσμο που αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς. Ο κύκλος του παρελθόντος κλείνει και ο Ζοζέφ ξαναπιάνει το κομμένο νήμα της ζωής του, έχοντας πια στο πλευρό του την παλιά του συντρόφισσα και ερωτικό απωθημένο των φοιτητικών του χρόνων – ένας ανεκπλήρωτος έρωτας εκπληρώνεται, ενώ στην οθόνη της τηλεόρασης τα αεροπλάνα χτυπούν τους Δίδυμους Πύργους. Αιφνιδιασμένοι από τη δύναμη της εικόνας, οι δύο πρώην επαναστάτες αναρωτιούνται: όλα τελείωσαν ή μήπως όλα μόλις τώρα αρχίζουν;