Έτσι γεννιόμαστε ή έτσι γινόμαστε;
Η Λένα Διβάνη γεννήθηκε στον Βόλο το 1955 και, εκτός από συγγραφέας, είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας Εξωτερικής Πολιτικής στη Νομική Σχολή Αθηνών. Έχει δημοσιεύσει ιστορικές μελέτες, τρεις συλλογές διηγημάτων, έξι μυθιστορήματα, μία νουβέλα, τέσσερα βιβλία για παιδιά και έναν τόμο με τα τρία θεατρικά της έργα. Η συλλογή διηγημάτων «Γιατί δε μιλάς για μένα»; πήρε το Βραβείο Μαρία Ράλλη για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς. Το μυθιστόρημα «Οι γυναίκες της ζωής της» έχει μεταφραστεί στα ισπανικά, τα τουρκικά και τα ιταλικά και έχει μεταφερθεί στην τηλεόραση από την ΕΤ1, ενώ το μυθιστόρημα «Ψέματα» μεταφράζεται στα τουρκικά, τα ρουμανικά και τα εβραϊκά. Συνεργάστηκε με το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού σε θέματα ομογένειας. Θήτευσε ως αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων Λόγου, ενώ υπήρξε μέλος του ΔΣ της ΕΡΤ. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Η Λένα Διβάνη στο βιβλίο της αυτό με τον τίτλο «Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια», συγκεντρώνει δέκα προδημοσιευμένα διηγήματά της για να μας εισάγει στον δικό της κόσμο. Στα πιο πολλά από αυτά έχει ως ήρωες άνδρες αποτυπώνοντας εξαίρετα τη «μαγκιά» και τον ρεαλισμό της έκφρασής τους. Ίσως να της πηγαίνει περισσότερο αυτή η ρωμαλέα έκφραση ή ίσως να είναι μια καλή μάσκα για να κρύβει το τρυφερό, άτολμο και μοναχικό της γυναικείας φύσης.
Οι ήρωές της ενώνονται και συγκρούονται κάτω από την πένα της και η ίδια με γοητευτικό τρόπο γραφής τους δίνει θάρρος ,τόλμη, έρωτα για να ζήσουν μαζί με όλους. Όμως αυτοί πολεμούν την πραγματικότητα επιλέγοντας τους μύθους . Τους μοστράρουν στους άλλους και θωρακίζονται πίσω από αυτούς. Έτσι παίρνουν κουράγιο και αντέχουν τη ζωή. Κινούνται σε μπαρ, παραλίες, εργασιακούς χώρους, ταξιδεύουν, παραμένοντας σταθερά μόνοι, ενώ οι γύρω τους κρίνουν συνεχώς. Τι φόβος , τι απειλή και αυτό! Έτσι, αποκλεισμένοι οικειοθελώς από την κοινωνία, εγκλωβίζονται σε ανούσιες δραστηριότητες , υψώνοντας ακόμη περισσότερο τα τείχη γύρω τους. Ωστόσο, όσο και αν οι εγωισμοί και οι φοβίες τους κρατούν μακριά, άνθρωποι και γεγονότα που είναι «κοινοί τόποι» καταφέρνουν και τους ενώνουν.
Οι γυναίκες στις αφηγήσεις της παρουσιάζονται ενίοτε σαν τρόπαιο του άντρα οι οποίες, φοβισμένες και αμήχανες, προσπαθούν να διαχειριστούν τα γεγονότα , ενώ η ζωή τις σπρώχνει στη γωνία. Άλλοτε αδύναμες μάχονται την καθημερινότητα καταψύχοντας τις επιθυμίες τους μαζί με τις οδηγίες του ψυχιάτρου και άλλοτε πάλι γίνονται οι κριτές και ο φόβος στις νεότερες για όσα οι δεύτερες τολμούν. Τολμούν ή απλώς κάνουν κάτι διαφορετικό , πριν χωθούν και αυτές πίσω από την ασφάλεια του παραθύρου κρίνοντας τις νεότερες; Όμως και οι γυναίκες καταφεύγουν στους μύθους. Μπαίνουν μέσα και χάνουν την πραγματικότητα . Έρωτες ,τσαχπινιές , μια μικρή αλλαγή, λίγο φλερτ, ενώ δεν τελειώνει τίποτα όταν τελειώνει, αποτυπώνουν τις ζωές τους . Η ζωή θέλει διαφυγές και όνειρα. Όνειρα που ζωντανεύουν, γίνονται οπτασίες και τις συντροφεύουν. Τα καταφέρνουν όμως πάντα; Η ζωή δίνει αυτά τα περιθώρια, όταν συνεχίζεται χωρίς να χωρούν παντού;
Η συγγραφέας με διεισδυτική ματιά απεικονίζει την ψυχή των ηρώων της, ενώ άφθονο χιούμορ το οποίο βγαίνει από τα punch line των αφηγήσεών της, δημιουργεί το κοντράστ της ύπαρξής τους. Η μαγκιά στη γραφή της ξεχειλίζει υποστηρίζοντας το χιούμορ, το οποίο όμως είναι η μάσκα βαθέων συναισθημάτων. Ταυτόχρονα, γίνεται ευρηματική, τρυφερή, με γραφή εμπνευσμένη γεμάτη ρωμαλεότητα , σφρίγος και παλμό, κλαίγοντας και γελώντας με τους ήρωές της που προσπαθούν να πάρουν τη θέση τους σε μια κενή και αδιάφορη κοινωνία. Όμως εκείνοι, όντας αδύναμοι και τραγικοί, παραμένουν αποκλεισμένοι από τον ίδιο τους τον εαυτό και πολεμούν την πραγματικότητα επιλέγοντας τους μύθους από την κατά μέτωπο σύγκρουση. Με αυτόν τον τρόπο ξεγελούν τη ζωή. Ίσως, έτσι, παγιδεύουν και τη συγγραφέα, η οποία νομίζει πως η πένα της γράφει για αυτούς.