Βαδίζοντας μόνοι στο βηματισμό της ιστορίας

Ο Σωτήρης Χαλικιάς γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1947. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Αθήνα και Πολεοδομία στο Παρίσι. Ζει στις Βρυξέλλες. Το μυθιστόρημα «Πριν και μετά τα τείχη» κυκλοφόρησε το 2008.

Ο ήρωας, που δεν μαθαίνουμε παρά μόνο ένα από τα συνωμοτικά του ονόματα, «Κυριάκος», φυγαδεύεται στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα. Απόφοιτος της Αρχιτεκτονικής, γνωρίζεται με διάφορους Γάλλους και Έλληνες συντρόφους που οραματίζονται την ανατροπή του συστήματος, μέσα στο ελευθεριακό κλίμα που γέννησε ο Μάης του ’68. Οι Έλληνες αντιστασιακοί της εποχής θα χωριστούν σταδιακά σε εκείνους που αναλύουν τα γεγονότα και τις πληροφορίες που έρχονται από την Ελλάδα και αποφασίζουν τη δράση τους με γνώμονα πώς αυτή θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος και σε εκείνους οι οποίοι εκφράζουν τη διαφωνία τους, δεν βρίσκουν νόημα στον αγώνα ερήμην και υπεράνω των ανθρώπων και βλέπουν να δικαιώνονται εν μέρει από τις εξελίξεις, όπως η εξέγερση της Νομικής. Σε αυτούς ανήκει και ο ήρωας, ο οποίος όμως δυσκολεύεται να αποκοπεί από την οργάνωση που αποτέλεσε από το Γυμνάσιο την πολιτική πυξίδα του. Στις αμφιβολίες και τη δυσπιστία του, που γίνεται όλο και πιο έντονη καθώς εξακολουθεί να εκτελεί πειθήνια τις εντολές του καθοδηγητή του συμμετέχοντας σε διάφορες συγκεντρώσεις στο Παρίσι, το Μιλάνο, τη Ρώμη ή το Αμβούργο για το συντονισμό με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις, αντιπαραθέτει τη δύσκολη περίοδο στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα. Παράλληλα με την πολιτική δράση και όντας στην παρανομία, με ψεύτικα χαρτιά και την καθημερινή αγωνία της σύλληψης  από την αστυνομία, γνωρίζει ανθρώπους από διάφορα γκρουπούσκουλα ή μετανάστες που, όπως κι αυτός, έχουν ανάγκη από δουλειά και στέγη, ζει και κινείται με το μετρό ή με τα πόδια στη μεγάλη πόλη, κάνει όνειρα, ερωτεύεται και ανακαλύπτει τη γοητεία της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Κάπως έτσι τον βρίσκει η πτώση της χούντας, τον Ιούλιο του 1974, σ’ έναν τόπο διακοπών. Θα επιστρέψει από τους πρώτους στην Ελλάδα, θα μείνει λίγο, θα αποχωρήσει και τυπικά από την οργάνωση και θα ξαναφύγει, ορθώνοντας τείχη στην προηγούμενη ζωή του. Αυτά τα τείχη θ’ αρχίσουν να πέφτουν όταν αποφασίζει να γράψει και καταλύτης για την απόφασή του αυτή είναι η είδηση ότι μία από τις Γαλλίδες συντρόφισσες, η πιο γενναία, η πιο μεγάλη καρδιά την περίοδο της πολιτικής δράσης τους, η Μαρί, αυτοκτόνησε.

Ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τη δράση του ήρωά του παράλληλα με την αφήγηση της τελευταίας συνάντησής του με τη Μαρί, χρόνια μετά το τέλος της ιδεολογικής στράτευσης. Η συζήτησή τους καθώς περπατούν στους δρόμους του Παρισιού και περνούν από μέρη που όλα έχουν κάτι να θυμίσουν από τα χρόνια εκείνα, συνοδεύουν την αναδρομή στο παρελθόν, όταν η πολιτική ήταν ο σκοπός της ζωής τους, στον οποίο υποτάσσονταν όλα τα υπόλοιπα. Η πίστη στη δημιουργία ενός άλλου, πιο δίκαιου και πιο ίσου, κόσμου κατεύθυνε τα βήματά τους την ώρα που όλα γύρω άλλαζαν ανεξάρτητα από τις επιθυμίες τους. Η διάψευση των ελπίδων έκανε ορισμένους από αυτούς έκανε ανθρώπινα ερείπια. Και τώρα αισθάνονται το χρέος της σιωπής απέναντι στις χιλιάδες των ανθρώπων που θυσιάστηκαν για την οικοδόμηση ενός σοσιαλισμού χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο.

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση επιτρέπει στον Χαλικιά να κρατήσει μια απόσταση, όπως κι ο ήρωάς του, από τα διαδραματιζόμενα κι έτσι καταφέρνει να αποδώσει το κλίμα και τους προβληματισμούς της εποχής, χωρίς να χάνει τη μυθιστορηματική συνέχεια της ιστορίας του. Του επιτρέπει, επίσης, να περνάει από το τότε στο τώρα ή, πιο συχνά, από το τότε σ΄αυτόν τον ενδιάμεσο χρόνο της συνάντησής του με τη Μαρί, χωρίς να προκαλεί σύγχυση ή να κουράζει τον αναγνώστη. Κι αν ορισμένες πλευρές του ήρωα μένουν μέχρι τέλους σκοτεινές και μοιάζει, κάποιες στιγμές, πιο χάρτινος από πραγματικός, δεν μας πειράζει, γιατί ο Χαλικιάς επέλεξε και ακολούθησε με συνέπεια στο βιβλίο αυτό μια χαμηλόφωνη αφήγηση που, πέρα από τις πολιτικές πλευρές της, μιλάει στην καρδιά διερευνώντας με ειλικρίνεια την αγωνία του ανθρώπου να δώσει νόημα στην καθημερινή του πράξη.