Η αγάπη για τη μάθηση εμπνέεται, δεν επιβάλλεται

Τομ Γουίσλ: «Ο παίκτης που ξέρει “πώς”, συνήθως φέρνει ισοπαλία. Ο παίκτης που ξέρει “γιατί”, συνήθως κερδίζει»

Το  βιβλίο της Μαρίνας Ψιλούτσικου «Ως πότε θα διαβάζω;» είχε ως στόχο κυρίως να αποβάλει το άγχος των μαθητών και γενικότερα να προσφέρει μια νέα οπτική όσον αφορά στο διάβασμα και στις ωφέλειές του, προβάλλοντας την ευχάριστη και απολαυστική πλευρά του. Η συγγραφέας ‒που είχα τη μεγάλη χαρά και τιμή να γνωρίσω σε συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει, και να μιλήσω μαζί της για το βιβλίο αλλά και για γενικότερα θέματα‒ είναι καθηγήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με διδακτορικό στη Στρατηγική των Επιχειρήσεων και όραμά της είναι να βοηθήσει τους ανθρώπους να διαχειριστούν την πολυπλοκότητα της σύγχρονης καθημερινότητας, αξιοποιώντας τις επιστημονικές αρχές της Στρατηγικής και της Λήψης Αποφάσεων. Πρόκειται για έναν αξιόλογο πνευματικό άνθρωπο πάνω απ’ όλα˙ ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει και αναλύει τα εκπαιδευτικά ζητήματα στα βιβλία της μας αποκαλύπτει μια πνευματική φυσιογνωμία-πρότυπο για την Εκπαίδευση, καθώς εστιάζει στην προώθηση της μόρφωσης μέσω της πνευματικής καλλιέργειας, της ανάπτυξης της κριτικής σκέψης και της αγάπης για την πνευματική άσκηση και τη διαρκή πνευματική αναζήτηση.

Σο βιβλίο της «Πώς θα κάνω το παιδί μου να αγαπήσει το σχολείο;» αναφερόμενη στα «κακώς κείμενα» της Εκπαίδευσης ως στόχο έχει να καταρρίψει τους μύθους, τα στερεότυπα και τις μονοδιάστατες προσεγγίσεις, που «στοιχειώνουν» όλους τους εμπλεκόμενους στην Εκπαίδευση, επηρεάζοντας καθοριστικά την καθημερινότητα γονέων και παιδιών καθώς και το μέλλον τους. Μέσω του σθεναρού λόγου της, της ειλικρίνειάς της, της αναφοράς παραδειγμάτων και από την προσωπική της ζωή, και της ενάργειας της σκέψης της το πέπλο φεύγει και αποκαλύπτονται αλήθειες που θέτουν τις βάσεις για την επίλυση προβλημάτων. («Αν με στενοχωρεί κάτι στην κοινωνία μας, αυτό είναι. Αυτή η αδυναμία που αισθάνονται οι άνθρωποι να καθορίσουν τη ζωή τους, αυτή η βαθιά πεποίθηση ότι κάποιος άλλος, τρίτος, κάποιος εξωτερικός παράγοντας, θα τους σώσει˙ ότι κάποιος άλλος οφείλει να τους σώσει», σελ. 276.)

Ο λόγος της είναι χειμαρρώδης, απολαυστικός, ανακουφιστικός και λυτρωτικός για όσους έχουν σκεφτεί  και βιώσει όσα αναφέρει˙ δεν έχουν συλλογιστεί όμως εις βάθος πώς να τα διαχειριστούν. Η ίδια τονίζει σε αρκετά σημεία του βιβλίου της ότι δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές που θα εφαρμοστούν και θα οδηγήσουν ως εκ θαύματος  τα παιδιά στο δρόμο της μάθησης ˙ούτε έτοιμες απαντήσεις σε ανακύπτοντα ερωτήματα. («Σας υποσχέθηκα ολόκληρη την αλήθεια. Δεν ισχυρίζομαι, βέβαια, ότι την ξέρω όλη. Η αλήθεια δεν είναι μόνο απαντήσεις ‒ δεν είναι καν κυρίως απαντήσεις. Η αλήθεια είναι ερωτήσεις. Ολόκληρη η αλήθεια συνοδεύεται πάντα από ένα ή περισσότερα ‘’Γιατί;’’. Η παραίνεση ‘’Κάνε αυτό’’ δεν λέει τίποτα. Το χρήσιμο είναι ‘’Κάνε αυτό, επειδή…’’. Η μεγαλύτερη φιλοδοξία μου, γράφοντας το βιβλίο αυτό, είναι να σας δώσω αρκετές ερωτήσεις, ώστε να μπορείτε να ανακαλύπτετε την αλήθεια σε κάθε περίπτωση. Μόνοι σας. Και να προσαρμόζετε την υπάρχουσα γνώση στην εξειδικευμένη περίπτωση που έχετε να διαχειριστείτε», σελ. 20.) Τα καθημερινά παραδείγματα στα οποία αναφέρεται η συγγραφέας και οι πρακτικές συμβουλές για να γίνει η μάθηση τρόπος ζωής, προσφέρουν στον γονέα-αναγνώστη, αλλά και γενικότερα σε κάθε αναγνώστη, τη δυνατότητα να μυηθεί στη σκέψη της η οποία έχει ως βάση την απλή λογική και να βελτιώσει ανάλογα τη συμπεριφορά του.

Η σύνδεση του σχολείου με την επαγγελματική αποκατάσταση, η βαθμοθηρία, ο υπέρτατος ανταγωνισμός, το άγχος για την πρωτιά, η ταύτιση της προόδου του παιδιού τους με τη δική τους είναι μερικές λανθασμένες στάσεις τις οποίες οφείλουν να διορθώσουν οι γονείς, καθώς δε συνάδουν με το στόχο τους που είναι η επιθυμία τους να κάνουν το παιδί τους να αγαπήσει το σχολείο.

Η συγγραφέας δεν αναμασά τα ήδη τετριμμένα και γνωστά σε όλους μας «κακώς κείμενα», αλλά τα χρησιμοποιεί ως παραδείγματα˙ η πολύτιμη επιστημονική συμβολή της αφορά στην περιγραφή και ανάλυση ενός τρόπου σκέψης που θα βοηθήσει τον αναγνώστη να αποτινάξει το ζυγό των επαναλαμβανόμενων λαθών που μέχρι τώρα τον απομάκρυναν από την «ευτυχία του να μαθαίνεις» και τον οδηγούσαν σε αδιέξοδο αφήνοντάς τον μετέωρο.

Η διάθεση για μάθηση ‒γενικότερα, όχι μόνο στο πλαίσιο του σχολείου‒, αυτό που όλοι, γονείς και μη, διαρκώς αναρωτιούνται και προβληματίζονται για το πώς θα το επιτύχουν, εμπνέεται, δεν επιβάλλεται˙ η συγγραφέας εμπνέει με άμεσο και κατανοητό τρόπο τους αναγνώστες να γίνει η μάθηση τρόπος ζωής τους˙ εμπνέει τους γονείς να εστιάσουν στη στάση και στη συμπεριφορά τους για να επέλθει η αλλαγή˙ εμπνέει τους εκπαιδευτικούς να μυήσουν τα παιδιά στη χαρά της γνώσης˙ γενικότερα εμπνέει τους αναγνώστες να θέτουν σωστές ερωτήσεις και να προβληματίζονται. Βοηθά τους γονείς να  απενοχοποιηθούν και να αντιληφθούν με μεγαλύτερη ενάργεια τον ρόλο τους.  («Δεν είναι ο ρόλος μου να σας πω τι θα κάνετε, η απόφαση είναι πάντα δική σας. Θέλω απλώς να φωτίσω παραμέτρους που είναι πιθανώς σκοτεινές για εσάς, που δεν τις έχετε ανακαλύψει, αλλά θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά την απόφασή σας πάνω στο θέμα», σελ. 282.)

Ο τεχνοκρατικός χαρακτήρας της Εκπαίδευσης απογυμνώνει κάθε διάθεση για μάθηση και αγάπη για γνώση. Η συγγραφέας όμως με το βιβλίο αυτό ‒που αποτελεί ένα πολύτιμο ανάγνωσμα για τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς και για κάθε ευαισθητοποιημένο αναγνώστη‒ μας πηγαίνει ένα βήμα μακριά από το πνευματικό τέλμα και το χρησιμοθηρικό χαρακτήρα της Εκπαίδευσης.