Η Μαρία Ξυλούρη γεννήθηκε το 1983. Μεγάλωσε στην Κρήτη, στις Κάτω Ασίτες Μαλεβιζίου. Σπούδασε ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου ολοκλήρωσε και το μεταπτυχιακό της (Ψυχολογία και ΜΜΕ). Με το πρώτο μυθιστόρημά της, “Rewind” (Καλέντης, 2009), ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω», το 2010. Το Δεκέμβριο του 2011 τιμήθηκε με συγγραφική υποτροφία στο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών που διοργάνωσε το ΕΚΕΒΙ.

Ο Ορέστης, η Φανή, ο Φώτης, ο Άκος/Σκεύος/Σκευοφύλακας και (με την απουσία τους) ο Δημήτρης και η Άννα είναι οι ήρωες αυτού του βιβλίου. Οι τέσσερις πρώτοι έχουν τελειώσει τις σπουδές τους, εργάζονται, χωρίζουν, τα φτιάχνουν με άλλον (άλλη), παντρεύονται. Όλοι τους είναι λίγο πριν (ή ακριβώς) τριάντα χρονών. Και, με την εξαίρεση του Δημήτρη και της Άννας (που είναι αδέλφια), μεγάλωσαν μακριά από την Αθήνα. Μερικοί μάλιστα μοιράζονται τον ίδιο τόπο καταγωγής, ένα νησί, που δεν κατονομάζεται. Άλλο κοινό: ορισμένοι μεγάλωσαν με τον ένα γονιό και τουλάχιστον δύο από αυτούς «σημαδεύτηκαν» με αυτοκτονίες προσφιλών τους προσώπων. Στα 17 της, η Άννα εξαφανίστηκε από το χωριό στο οποίο έμενε με τον πατριό και τη μάνα της που, χρόνια μετά, ελπίζει πάντα να την ξαναβρεί –  όπως και ο Δημήτρης, που έχει κρατήσει το δώρο της για να της το δώσει όταν την ξαναδεί. Και η μάνα του Ορέστη είχε φύγει απ’ τον ασφυκτικό κλοιό της οικογένειάς της, στο ίδιο χωριό, και δεν ξαναγύρισε ποτέ.

Οι ιστορίες αυτών των παιδιών συγκροτούν το μυθιστόρημα που εκτείνεται από το 2000 έως το 2008, όχι απαραίτητα γραμμικά στο χρόνο. Ωστόσο, οι κύριοι ήρωες είναι η Φανή και ο Δημήτρης. Η Φανή είναι εσωστρεφής και απόμακρη, εργάζεται κάπου όπου καταχωρεί στοιχεία στον υπολογιστή, στην αρχή του βιβλίου μένει (είναι ζευγάρι) με τον Ορέστη, ζει στον κόσμο των βιβλίων και δη της λογοτεχνίας, ανταλλάσσει μέιλ με φίλους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και φτιάχνει λίστες προσπαθώντας να φανταστεί πώς θα είναι σε κάθε δεκαετία της ζωής της (τώρα, στα τριάντα). Ο Δημήτρης έχει πεθάνει (αυτοκτόνησε), αλλά μοιάζει να είναι η αδελφή ψυχή της, το στήριγμα (ή το καταφύγιο) όλων και η έμπνευση της Μαρίας (μάλλον η συγγραφέας), που εμφανίζεται σʼ ένα μικρό ρόλο προς το τέλος του βιβλίου. Στις συζητήσεις της με τον Δημήτρη, η Φανή ψάχνει να βρει αυτό που λέμε «το νόημα της ζωής». Το μυθιστόρημα είναι λοιπόν βασικά ενδοσκοπικό, χωρίς πλούσια εξωτερική δράση, κι όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον καθώς διαδραματίζεται (κυρίως) σε διαμερίσματα πολυκατοικιών του κέντρου της Αθήνας, με πρωταγωνιστές «ανάλαφρους», που δεν κουβαλούν τα (πολιτικά) βάρη του παρελθόντος. Στο μυαλό έρχονται οι «Πτυχιούχοι» του Χρήστου Βακαλόπουλου (1956-1993) που θα μπορούσε να είναι το ηλικιακό αντίστοιχο της «γενιάς» των γονιών τους (τηρουμένων, βέβαια, των αναλογιών). Αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η Μαρία Ξυλούρη έχει διαβάσει τα έργα του Βακαλόπουλου ή, αν τα έχει διαβάσει, ότι της άρεσαν, όπως σε μερικούς από τους αναγνώστες της.

Το σίγουρο είναι ότι η Ξυλούρη γράφει ανεπιτήδευτα, με μπόλικη (ευπρόσδεκτη) φλυαρία και κάμποσες διακειμενικές αναφορές. (Άλλωστε, το τελευταίο κεφάλαιο επιγράφεται «Τη μέρα που αυτοκτόνησε ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας»). Οι ιστορίες της είναι σαν σπείρα με κέντρο την Άννα (όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο), χρησιμοποιεί μάλιστα το επεισόδιο του «Άκου» (στο έκτο από τα εννέα κεφάλαια) για να προσδώσει στοιχεία θρίλερ στην αφήγησή της. Κι έπειτα από όλο αυτό το οδοιπορικό, την κατάδυση στα βάθη της ψυχής και των σχέσεων με τους άλλους, έρχεται η Κάθαρση.

Δείγμα γραφής:

«“Ιταλοκαλβινίζεις”, της είπε,

“Ίσως. Αλλά έτσι πιστεύω ότι είναι”.

“Αν έγραφες την ιστορία της ζωής σου, δηλαδή, θα έγραφες μόνο κάποιες λεπτομέρειες, κάποια επεισόδια;”

“Αυτό δεν κάνουν όλοι, Φώτη;”

Ίσως. Στο κάτω κάτω, ακόμα κι αυτές τις λεπτομέρειες (“Μα οι λεπτομέρειες έχουν σημασία, Φώτη”, ακούει τον Δημήτρη, “the devil is in the details”) ένας άλλος θα τις έγραφε διαφορετικά. Τίποτα δεν είναι ίδιο για όλους, τίποτα δεν είναι σταθερό (η φωνή του Δημήτρη ξανά: “Το βαφτίζουμε σταθερό γιατί κάπως πρέπει να ζήσουμε”), όλα μεταμορφώνονται  από τα μάτια που τα κοιτάζουν. Όμως θα πρέπει, σκέφτεται ο Φώτης, να υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν σηκώνουν αμφισβήτηση, πράγματα απαράλλαχτα απʼ όποια μεριά κι αν τα δεις, όπως κι αν τα ονομάσεις, αλλιώς η ζωή θα ήταν αβίωτη, οι  άνθρωποι θα ήταν αθεράπευτα μόνοι, αφού δεν θα υπήρχε τόπος και τρόπος να βρεθούν μαζί, αν το μαζί ήταν κάτι που είχε νόημα. Το μόνο που καταφέρνει να της πει είναι ένα “Σε ακούω”, ίσα για να διαβεβαιώσει ότι την παρακολουθεί» (σελ. 90-91).

Κι άλλο:

«Τρεις κεραμιδόγατες στη σειρά, τα μάτια γυαλιστερά, τα πρόσωπα σχεδόν χαμογελαστά.

“Πώς τη λέγαν τη γάτα στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων;”

“Η γάτα του Τσέσαϊρ”.

“Ιδού λοιπόν, η γάτα του Τσέσαϊρ σε τρία αντίτυπα, δεν μοιάζουν να χαμογελάνε;”

“Ναι”.

“Χαρούκι, τα κορίτσια σου”, φωνάζει ο Δημήτρης του γάτου, που περιορίζεται νʼ ανοιγοκλείσει τα μάτια του κι ύστερα να μπει στο δωμάτιο της Τασίας, αδιάφορος για τις προσδοκίες του χαρεμιού του». (σελ. 152-153)

Κι ένα τελευταίο:

«Όταν τελειώνει η Φανή το Infinite Jest, όταν έχει διαβάσει και την τελευταία υποσημείωση, όλα είναι όπως πριν και δεν είναι. Η ράχη του βιβλίου έχει γεμίσει ρυτίδες, οι άκρες του έχουν τριφτεί. Η Φανή είναι σχεδόν ευτυχισμένη, αν όμως ο στόχος της ήταν να μάθει κάτι παραπάνω για τον Δημήτρη, απέτυχε. “Κι ο ίδιος ο Δημήτρης να το’ χε γράψει, πάλι δεν θα ήξερα τίποτα περισσότερο”». (σελ.308)

Τελικά, «Πώς τελειώνει ο κόσμος»; Μʼ ένα λυγμό, όπως λέει ο στίχος του Τ. Σ. Έλιοτ στο επιμύθιο; Ίσως μʼ ένα μυθιστόρημα.