Καμιά ζωή δεν είναι εύκολη, καμιά νίκη μόνιμη, καμιά ήττα οριστική
Στα διηγήματα του Κάππα ακούγονται μουσικές, γυρίζουν στίχοι στο μυαλό των πρωταγωνιστών. Δεν έχει σημασία αν είναι άνδρας ή γυναίκα ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής. Παντού είναι καλοκαίρι. Και όλους τους κινεί η ανάγκη να αγαπηθούν και να αγαπήσουν. Θα μπορούσε, σκέφτομαι, ακόμα ένα τραγούδι που θα ακουγόταν στο βάθος, ή που θα σιγοτραγουδούσαν οι ήρωες, να ήταν «δε με κρατάει ό,τι θυμάμαι/δε φτάνει να το πεις ζωή/απ’ τα παλιά δεν ξεδιψάμε/κανείς δε ζει, αγάπη μου, με χθεσινό φιλί».
Τους πρωταγωνιστές των διηγημάτων τους συναντάμε σε μια στιγμή τους αμήχανη. Αβέβαιη, κουρασμένη. Εκεί που δε μοιάζουν να είναι πια κύριοι των επιλογών τους. Κι ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί έχουνε κέντρο, έχουν πυρήνα. Αναρωτιέμαι αν αυτό πια κάποιοι το βρίσκουν παλαιάς κοπής ή παλιακό – ανάλογα αν θαυμάζουν ή περιφρονούν την ιδιότητα αυτή.
Στα περισσότερα διηγήματα του βιβλίου μια θέση έχει η διαδικασία της σαγήνης, διαδικασία που γίνεται ακόμα και ασυναίσθητα, από τη νηπιακή μέχρι την τρίτη ηλικία, και που δεν έχει για τον Κάππα τίποτα το ευτελές -– αφορά τον άνθρωπο στην ολότητά του, μια αίσθηση ψυχική και σωματική. Κι ακόμα ένα κεντρικό θέμα είναι η σχέση με τους γονείς, η παρουσία τους (ή όχι) στην παιδική ηλικία, η δυνατότητα ή και η θέληση να ακολουθήσει κανείς μια ζωή ανεξάρτητη από αυτούς, οι τωρινές τους αδυναμίες και απαιτήσεις.
Η αφήγηση του συγγραφέα δεν είναι, ωστόσο, ανδρική ή γυναικεία, κι ίσως αυτό ακριβώς να εξυπηρετεί και η εναλλαγή του φύλου των αφηγητών. Δεν γυρεύει να πάρει το μέρος του ενός ή του άλλου, αν οι γυναίκες είναι νευρωτικές (καταφεύγοντας σε ξένες αγκαλιές, ενώ έχουν δίπλα τους τον «τέλειο» σύντροφο), ή οι άνδρες επιπόλαιοι και ανίκανοι («κανείς άντρας δε μπορεί ποτέ να βοηθήσει […] αυτή η αίσθηση της αναπηρίας του γένους των αντρών»), δεν υπάρχει καμιά μαχητικότητα να διαψεύσει ή να επιβεβαιώσει στερεότυπα.
Οι ήρωές του έχουν ήδη μια πορεία, ένα παρελθόν, βρίσκονται σ’ αυτό που λέμε μέση ηλικία: έχουνε μνήμες. Ο κόσμος δεν είναι πια ένα καινούριο μέρος, μια διαρκής υπόσχεση. Έχουν μεσολαβήσει ματαιώσεις, τριβές, φθορά. Κι αν υπάρχει ένα κυρίαρχο αίσθημα στη συλλογή είναι η νοσταλγία: της πρώτης μαγείας, του θάμπους, της προσδοκίας της πληρότητας.
Το επίτευγμα του Κάππα, το παρηγορητικό στα διηγήματά του, είναι πως μαζί με τη νοσταλγία, υπάρχει και μια ζεστασιά. Σαν οι ματαιώσεις να μην έχουν πείσει τους ήρωες για τη ματαιότητα του κόσμου. Σαν να έχουν αποδεχθεί πως δεν θα ήταν εφικτό η πορεία τους στη ζωή να είναι συνεχώς ανοδική, απαστράπτουσα, συναρπαστική. Έχουν την ωριμότητα και τη δύναμη, η νοσταλγία να μη γίνει προσκόλληση – κι ακόμα πιο πολύ, να μη γίνει παραίτηση.
Στα διηγήματά του ο συγγραφέας μιλάει για το παρελθόν των ηρώων του, τους συναισθηματικούς τόπους που διέσχισαν μέχρι να φτάσουν στην τωρινή αμήχανη στιγμή τους. Δεν μας προσφέρει καμιά νύξη πώς θα πορευτούν απ’ τη στιγμή αυτή κι έπειτα, κι ωστόσο δεν μας αφήνει καμιά αμφιβολία πως έχουνε μέλλον.
Κλείνοντας το βιβλίο, δεν μας συνοδεύει η αίσθηση της διάψευσης. Μας συντροφεύει «η μνήμη των αισθημάτων». Είμαστε κι εμείς, οι αναγνώστες, από την πλευρά των ευεργετημένων.
«Δεν είμαστε μόνο οι έρωτές μας και το επάγγελμά μας, ούτε καν τα παιδιά μας και οι γονείς μας και όσα μας κληροδότησαν – υπάρχουμε κι εμείς ανάμεσα στις γραμμές αυτές που υποτίθεται πως μας περιγράφουν. Έχουμε την τάση, όταν μιλάμε για τη ζωή μας, να θεωρούμε πως ολοκληρώθηκε – όχι, η ζωή είναι τώρα και ξεκινάει διαρκώς από την αρχή».
«Πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλον, οι ζωές μας κρίνουν η μία την άλλη. Καθένας κάνει ό,τι μπορεί σ’ αυτό το πολύπλοκο σύστημα από εξαρτήσεις και ρήξεις και συμβιβασμούς που είναι η ζωή – κανείς δεν εξαιρείται […]. Καμιά ζωή δεν είναι εύκολη, καμιά νίκη μόνιμη, καμιά ήττα οριστική. […] και δεν υπάρχει τίποτα και κανένας να κατηγορήσεις, γιατί ξέρουμε πως κατά βάθος υπήρξαμε, ακόμα κι έτσι, από την πλευρά των ευεργετημένων».