«Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι δεν οδηγούνται από φυσικού τους στην αυτοδιάθεση, αλλά μάλλον αναζητούν έναν ισχυρό ηγέτη για να τον ακολουθήσουν. Η δημοκρατία, επιτρέποντας την ελευθερία του λόγου, αφήνει ελεύθερο το πεδίο σε δημαγωγούς να εκμεταλλευτούν την ανάγκη του λαού για έναν ισχυρό άνδρα. Αφού πάρει την εξουσία, θα δώσει τέλος στη δημοκρατία και θα την αντικαταστήσει με τυραννία. Με λίγα λόγια, το όγδοο βιβλίο της “Πολιτείας” υποστηρίζει ότι η δημοκρατία είναι ένα σύστημα που υπονομεύει τον εαυτό του, που τα ίδια τα ιδανικά του οδηγούν στην καταστροφή του» (σελ. 49).

Ο γεννημένος στις Συρακούσες της πολιτείας της Νέας Υόρκης το 1969 Αμερικανός Jason Stanley είναι φιλόσοφος και συγγραφέας. Σπούδασε στη Γερμανία και στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης φιλοσοφία, γλωσσολογία, επιστημολογία, ιστορία της αναλυτικής φιλοσοφίας και φιλοσοφία της γλώσσας. Μετά την απόκτηση του διδακτορικού διπλώματος από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (MIT), δίδαξε στο University College στην Οξφόρδη και στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ. Στη συνέχεια δίδαξε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Μίσιγκαν και στο Πανεπιστήμιο Rutgers από το 2004 μέχρι το 2013. Από το 2013 είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, κάτοχος της έδρας Jacob Urowsky. To βιβλίο του “Knowledge and Practical Interests” (2005) κέρδισε το American Philosophical Association Book Prize το 2007, ενώ για το “How Propaganda Works” (2015), του απονεμήθηκε το 2016 το PROSE Award for Philosophy από την Ένωση Αμερικανών Εκδοτών. Επίσης, έχει συγγράψει τα “Language in Context: Selected Essays” (2007), “Know How” (2011), και το εν λόγω βιβλίο “How Fascism works: The Politics of Us and Them” (2018). Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και άλλες περιοδικές εκδόσεις (New York Times, Washington Post, Boston Review, Chronicle of Higher Education κ.ά.). Ζει με τη σύζυγό του και τα δυο του παιδιά στο Νιου Χέιβεν του Κονέκτικατ.

Ο συγγραφέας μάς μεταφέρει στη ναζιστική Γερμανία του 1939, όταν οι γονείς του Σάρα και Μάνφρεντ Στάνλεϊ διέφυγαν ως πρόσφυγες για μια νέα ζωή στις Ηνωμένες Πολιτείες και αναφέρεται στη διακαή επιθυμία του πατέρα του, πριν πεθάνει, να επισκεφθεί τις ακτές της Νορμανδίας, εκεί όπου τόσοι νέοι Αμερικανοί έχασαν τη ζωή τους στη μάχη εναντίον του φασισμού. Στη συνέχεια αναφέρεται στην προεκλογική καμπάνια του Ντόναλντ Τραμπ και στις πολιτικές που ακολουθεί ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Επίσης, μας εισάγει στην ευρύτερη έννοια της φασιστικής πολιτικής και στις τακτικές και στους μηχανισμούς που χρησιμοποιεί, προκειμένου να αναρριχηθεί στην εξουσία. Οι διακριτές στρατηγικές, τα χαρακτηριστικά συμπτώματα, η επικινδυνότητα του ακροδεξιού εθνικισμού, και η άνοδός του σε πολλές χώρες του κόσμου, ιδίως μετά τα δεινά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκαν εντούτοις την άμεση απάντησή τους, στη θέσπιση της Παγκόσμιας Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα το 1948 επικυρώνοντας την απανταχού ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Σημαντική τακτική στη διαμόρφωση μιας φασιστικής πολιτικής είναι το μυθικό παρελθόν, το οποίο κατείχε σε αγνή μορφή και τώρα επικαλείται ότι έχει διαβρωθεί, όπως χαρακτηριστικά διατυμπάνιζε ο Μπενίτο Μουσολίνι και ο Γιόζεφ Γκέμπελς, αλλά και το κίνημα Χούτου στη Ρουάντα που διέπραξε τη γενοκτονία κατά των Τούτσι, και το ινδουιστικό κόμμα RSS, μέλος του οποίου δολοφόνησε τον Γκάντι.

Η μέθοδος της πολιτικής προπαγάνδας διαδραματίζει κι αυτή καταλυτικό ρόλο στην εξάπλωση του φασισμού συγκαλύπτοντας τους στόχους του με αποδεκτά ιδανικά, με παράδειγμα τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο του 19ου αιώνα. Καθοριστική είναι η συμβολή του αντιδιανοουμενισμού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα στα πανεπιστήμια της Τουρκίας, όπως και οι θεωρίες συνωμοσίας και η εξωπραγματικότητα, δηλαδή η αντικατάσταση της πραγματικότητας από τις φασιστικές διακηρύξεις. Η εννοιολόγηση της ιεραρχίας και δη της φυσικής της έκφανσης, της θυματοποίησης, του Νόμου και της Τάξης με παραδείγματα από την Ελβετία, όπως και του σεξουαλικού άγχους μπροστά στα διαφυλικά άτομα και στους ομοφυλόφιλους αναδεικνύονται ως επιπρόσθετα εργαλεία του φασισμού, π.χ. στην πρόσφατη εθνοκάθαρση της μουσουλμανικής μειονότητας Ροχίνγκια από τους βουδιστές της Μιανμάρ.

Το βιβλίο ξεκινάει με μια σύντομη αλλά περιεκτική εισαγωγή, επιχειρώντας να εξοικειώσει τον αναγνώστη με το αντικείμενο που θα πραγματευτεί ο συγγραφέας μέσω αναφορών στο τρέχον πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ, αλλά και βιωματικών εμπειριών του οικογενειακού περιβάλλοντός του. Ακολουθούν δέκα κεφάλαια στα οποία παρουσιάζεται η γέννηση, η ιστοριογραφία και οι μεθοδευμένοι τρόποι ραγδαίας εξάπλωσης τόσο των φασιστικών ιδεολογημάτων όσο και των αντίστοιχων πολιτικών τους, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στις ευρωπαϊκές χώρες, στην Ασία και ευρύτερα ανά τον κόσμο. Δεν απευθύνεται μόνο στους πολιτικούς επιστήμονες, αλλά με παραδείγματα από πολλές χρονικές περιόδους και σε συγκεκριμένα κράτη και κοινωνίες, απευθύνεται, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας Jan T. Gross, σε όλους εμάς που παίρνουμε σοβαρά την ευθύνη μας ως πολιτών. Συμπληρωματικά, η συγγραφέας Heather Ann Thompson θεωρεί ότι ο συγγραφέας, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αμερικανούς φιλοσόφους, εξηγεί πως η κατακρήμνιση της φασιστικής ιδεολογίας μπορεί να έρθει μόνο αν αποδομήσουμε τους μύθους στους οποίους στηρίζεται, ενώ ο συγγραφέας William Jelani Cobb διακρίνει την ανησυχητική διεισδυτικότητα του βιβλίου, το οποίο ρίχνει φως στα αποτυπώματα του φασιστικού παρελθόντος στο παρόν.

Το έργο ολοκληρώνεται με έναν επίλογο προς διαρκή εγρήγορση και αφύπνιση των πολιτών, τις ευχαριστίες του συγγραφέα και το συναισθηματικό κόστος που του προκάλεσε το οικογενειακό του ιστορικό, ενώ οι χρήσιμες σημειώσεις θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να εντοπίσει τις βιβλιογραφικές πηγές, προκειμένου να εντρυφήσει ενδότερα στο αντικείμενο, ανατρέχοντας στα πρωτότυπα κείμενα. Η μετάφραση του Γιώργου Μπαρουξή διευκολύνει τον αναγνώστη ακόμη περισσότερο να κάνει πιο προσιτές τις ερμηνείες των δέκα πυλώνων που συντηρούν, διαδίδουν και στηρίζουν τις φασιστικές πολιτικές και τον εθνικιστικό πυρήνα τους στα περισσότερα πολιτικά συστήματα του κόσμου, καθώς και στις δημοκρατικές κοινωνίες. Ένα κείμενο για το σύνολο του αναγνωστικού κοινού που, σύμφωνα με τον συγγραφέα στο αυτί του βιβλίου, μας καλεί να διατηρήσουμε την αίσθηση της κοινής ανθρωπιάς, την ελευθερία μας, την κοινωνικοποίησή μας, μακριά από τις σειρήνες των φασιστικών μύθων, κι ας είμαστε ατελείς και ατομικά προκατειλημμένοι στις σκέψεις, στις εμπειρίες και στην κατανόησή μας. Επιπλέον, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί το New York Times Book Review, ο συγγραφέας επιδιώκει διαμέσου της συγκριτικής προσέγγισης των φασιστικών τακτικών να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου.