Μια οικογένεια: ο Στέφανος, η Πέρσα (οι γονείς), ο Παύλος, η Ηλέκτρα (τα παιδιά τους). Η Ηλέκτρα (22 χρονών) είναι στη φυλακή, κατηγορούμενη για συνέργεια στο φόνο αστυνομικού. Θέλει να παραμείνει πιστή στον φίλο της, τον Στέλιο, που πυροβόλησε τον αστυνομικό σε μια συμπλοκή στην Καισαριανή. Διαφορετικές, πρωτοπρόσωπες αφηγηματικές φωνές: ο Στέφανος, «Ο άντρας που μιλούσε για τον Νότο», δεν μπορεί να καταλάβει πώς συνέβη αυτό, η σύλληψη της κόρης του τον έχει κάνει κομμάτια. Είναι δάσκαλος σε ιδιωτικό σχολείο, αλλά έχει πάρει άδεια άνευ αποδοχών και τώρα μεταφέρει φιάλες πετρογκάζ και στον ελεύθερο χρόνο του μεταφράζει ένα αγγλόφωνο μυθιστόρημα – αποσπάσματά του διαβάζει στην Ηλέκτρα όταν την επισκέπτεται στη φυλακή. Σε ηλικία 56 ετών, έχει φύγει από το σπίτι και έχει νοικιάσει μια γκαρσονιέρα, όχι πολύ μακριά από κει. Η Πέρσα, «Η γυναίκα που περίμενε», μοιάζει σαν να έχει παγώσει. Η σταθερότητα του χαρακτήρα της φαίνεται να την απομακρύνει από την κόρη της και να μην τη βοηθά να την προσεγγίσει. Ο Παύλος, «Το αγόρι που αγαπούσε ένα κορίτσι», είναι ερωτευμένος με την αντισυμβατική Τζίνα και θυμωμένος με την Ηλέκτρα. «Το κορίτσι που είχε έναν άσο», 17 μήνες τώρα στη φυλακή, περιμένει τη δίκη και την καταδίκη της, στην καλύτερη περίπτωση, σε πολυετή φυλάκιση.

Οι ήρωες της Νίκης Αναστασέα κινούνται σε εσωτερικούς χώρους (στο σπίτι κυρίως και στο επισκεπτήριο στη φυλακή), στους δρόμους της Αθήνας (στην Πλάκα, στην Καισαριανή, στο λεωφορείο για τον Κορυδαλλό) και στις διαδρομές που κάνουν με το μυαλό και την ψυχή τους. Αισθάνονται προδομένοι, ο Στέφανος από την Πέρσα, ο Παύλος από την Ηλέκτρα, αλλά αγαπιούνται βαθιά ή, τουλάχιστον, είναι φτιαγμένοι για ν΄ αγαπούν, να είναι ερωτευμένοι και να κλονίζονται, να επιστρέφουν, να θυμούνται, να συμπαραστέκονται. Απέναντι σε μια πραγματικότητα κατά βάση ανεξήγητη και που τους βρίσκει απροετοίμαστους, προτάσσουν τη ζωή με όλες τις αμφιβολίες, τον πόνο, την απογοήτευση. Απρόβλεπτο είναι και το τέλος αυτής της ιστορίας, αν και μοιάζει να έχει προετοιμαστεί με τα λόγια ή με τις σιωπές των πρωταγωνιστών.

Τότε, γιατί το χιόνι; Λέει η Πέρσα (σελ. 109): «Το μισώ το χιόνι. Ακόμη και τώρα, όταν βλέπω τόσο πολύ χιόνι ταράζομαι, λες και πρόκειται να ξυπνήσω και να βρεθώ στο χωριό. Τον χειμώνα είχε πάντα χιόνι. Έπιανε από νωρίς, εκεί στα τέλη του Νοέμβρη, και έλειωνε όταν είχε μπει η άνοιξη. Ήταν τόσο πολύ που έλεγες ότι τα μόνα χρώματα που είχαν μείνει σε κείνον τον καταραμένο τόπο ήταν το άσπρο και το γκρίζο. Γκρίζο στα δέντρα. Όσα υπήρχαν. Και το καφέ, όταν λάσπωνε η γη από τις βροχές και ψηλά και χαμηλότερα, στον κάμπο. Το καλοκαίρι είχε ζέστη. Έκλειναν τα βουνά τον ορίζοντα και ο αέρας έμενε στεκάμενος, σαν μίσος. Σε στέγνωνε. Όμως ο Στέφανος ήταν ευτυχισμένος. Στα είκοσι πέντε του τότε, πρωτοδιορισμένος, νιόπαντρος και ερωτευμένος. Ερωτευμένος με όλα, με μένα, με τη φύση, με τη δουλειά του».

Κάθε οικογένεια έχει τη δική της ιστορία, τις κρυφές πληγές της.