Ένα παιδί μεγαλώνει σε μια παιδόπολη, έξω από τη Θεσσαλονίκη. Τον παρακολουθούμε καθώς περνά από κυπαρίσσι σε κυπαρίσσι, στην περίμετρο της Παιδόπολης, μέσα από τα Σύρματα. Εδώ όλα γράφονται με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα: τα κτίρια, οι διάδρομοι, οι αίθουσες, οι ομάδες στις οποίες στοιχίζονται τα παιδιά. Σεπτέμβριος του 1975, το αγόρι θα πάει στην πέμπτη τάξη. Ήρθε σε ηλικία έξι ετών, το 1971, τον έφερε ο θείος του, με τρένο από την Αθήνα. Προηγουμένως, έμενε με τη μάνα του στον Κολωνό. Πατέρας δεν αναφέρεται. Το παιδί, ο Γιώργος Χαλκίτης, έχει συνηθίσει να ζει στην παιδόπολη ολόχρονα, και τα καλοκαίρια ακόμα, όταν κάποια από τα άλλα παιδιά παίρνουν τις άδειές τους για να το περάσουν με την οικογένειά τους. Εκείνου η μητέρα δεν μπορεί να έρθει να τον δει. Της γράφει, αλλά τα γράμματα τα στέλνει στη διεύθυνση του θείου του στην Αθήνα. Αλλά καθώς μεγαλώνει δεν αρκείται στις αόριστες εξηγήσεις για τη μάνα του, θέλει οπωσδήποτε να τη δει. Κι έτσι θα πάρει την απόφαση να πάει να τη βρει. Όχι όμως προτού περάσει μια δοκιμασία, όπως ο Μπλεκ, ο ήρωάς του: να ανέβει στην Κορφή, πέρα από το δάσος, έξω από τα Σύρματα.

Ο ήρωας του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου μετράει τις δυνάμεις του σε κάθε βήμα, είναι καλός μαθητής, έμπιστος φίλος. Δεν είναι ήρωας, είναι παιδί, και του λείπει πολύ η μητέρα του. Θέλει να γνωρίσει τον έξω κόσμο, έξω από την παιδόπολη, να δει τον ορίζοντα να ανοίγει. Καθώς το βιβλίο προχωρά, ανοίγεται όλο και περισσότερο. Έπειτα από τη συνειδητή προσπάθεια που κάνει να επιβιώσει, και  με τα βιώματα της παιδόπολης, προσπαθεί να ξεδιαλύνει το «μυστήριο» της καταγωγής του, της μάνας του ειδικότερα. Τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. Ο συγγραφέας πορεύεται μαζί του – κάτι υπάρχει, αλλά ό,τι κι αν είναι αυτό θα το ανακαλύψουν μαζί. Ο (τριτοπρόσωπος) αφηγητής δεν είναι παντεπόπτης.

Υπάρχει ένα είδος «σωματικότητας» στη γραφή: τα πόδια που στηρίζουν το σώμα∙ τα χέρια που βοηθούν προσεκτικά στην κίνηση∙ το στήθος που φουσκώνει (από την προσπάθεια, την αδημονία, την ανακούφιση, τη χαρά). Και, ταυτόχρονα, η ενατένιση των οριζόντων που απλώνονται πέρα από τη κορυφή του λόφου, το βλέμμα στα πράγματα που αλλάζει ανάλογα με τη διάθεση και ο διακαής πόθος ο έξω και ο μέσα κόσμος να γίνουν ένα. Και γίνονται ένα: «Την προηγούμενη στιγμή, ίσως την επόμενη, τίποτα δεν έμοιαζε ίδιο. Τα Σύρματα, ένα γύρω, δεν ξεκινούσαν, δεν σταματούσαν. Συνεχίζονταν, έζωναν, χώριζαν. Ωστόσο ο άλλος αέρας δεν έπαυε, φυσούσε, το άλλο φως δεν κοβόταν, φώτιζε∙ διαπερνούσαν τη δικτυωτή τους πλέξη. Ο έξω κόσμος έμπαινε μέσα, από χαμηλά υψωνόταν, από ψηλά χαμήλωνε, απλωνόταν. Άλλαζε τις διαστάσεις, έκανε μικρότερα τα περιγράμματα των κτιρίων –άλλες μέρες τα μεγάλωνε– μείωνε τις αποστάσεις, έως την Ομάδα του, μέχρι επάνω στο Υδραγωγείο, έως το Δωματιάκι του Ρήβα – άλλες ώρες τις αύξανε. Η Παιδόπολη δεν έμενε σταθερή, ανασηκωνόταν, βυθιζόταν. Ολόκληρη άλλαζε διάσταση» (σελ.390).

Διορθωτής ο ίδιος, ο Κουτσιαμπασάκος δεν μπορεί παρά να είχε επιλέξει με προσοχή τον τρόπο που θα τοποθετούσε τα επεισόδια σε αυτό το «μυθιστόρημα μαθητείας», όπως το χαρακτήρισε ο συγγραφέας (και φίλος του) Σπύρος Γιανναράς. Έτσι, η αφήγηση δεν ακολουθεί απαραίτητα γραμμική εξέλιξη και μερικές φορές μέσα στην ίδια παράγραφο οι χρόνοι «ανακατεύονται» όπως συμβαίνει συχνά στην πραγματική ζωή, όταν ανασύρουμε από το παρελθόν αναμνήσεις. Το υλικό φαίνεται να ήταν εν πολλοίς (αλλά όχι μόνο) βιωματικό. Συνθέτοντάς το, ο συγγραφέας μάς χάρισε ένα μυθιστόρημα που σμιλεύει την ψυχή. Όπως και στο «Θολό βυθό» του Γιάννη Ατζακά, εδώ δεν υπάρχει πίκρα, μόνο βαθιά συναισθήματα. Και η πορεία του Γιώργου Χαλκίτη είναι μυθιστορηματική, ανοδική και το τέλος ανοικτό.

Ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1965. Σπούδασε κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εκτός από την «Πόλη παιδιών», είχε εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων «Η σκεπή» (Εστία 2004). Πέθανε σε ηλικία 48 ετών από ανεύρυσμα, τον Ιανουάριο του 2014.