«Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται παρά μερικές χούφτες χώμα για να ευτυχήσει πάνω της (γη) κι ακόμα λιγότερες για να αναπαυθεί μέσα της»
Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε
(Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, μτφρ. Στέλλα Νικολούδη, εκδ. Άγρα)
Συνήθως ισχυριζόμαστε ότι οι τρίτοι αντιλαμβάνονται καλύτερα τι μας συμβαίνει απ’ ό,τι τελικά καταλαβαίνουμε εμείς οι ίδιοι. Έτσι είναι. Όταν βρίσκεσαι σε μια κατάσταση, δεν μπορείς να έχεις σφαιρική αντίληψη.
Κάπως έτσι συμβαίνει και με τη χώρα μας. Πολλοί πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε τα λάθη σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, τις προσδοκίες και τις ελπίδες του καθενός, αλλά στην πραγματικότητα εκείνοι που ζουν έξω από αυτά τα σύνορα αντιλαμβάνονται καλύτερα την κατάσταση που επικρατεί εντός.
Ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους ήταν και ο Αλφόνς Χοχάουζερ, ένας Αυστριακός που έζησε στην ευρύτερη περιοχή του Πηλίου. Σε ηλικία δεκαέξι χρονών εγκαταλείπει το σπίτι του και μετά από διαρκή περιπλάνηση εγκαθίσταται τελικά στο Πήλιο. Μαγεύεται από την ομορφιά της περιοχής και γρήγορα αποφασίζει ότι αυτός είναι ο τόπος που του αρμόζει. Κάνει διάφορα επαγγέλματα για να ζήσει, ενώ στη συνέχεια μετατρέπει παλιά κελιά μοναχών σε ξενώνα. Γρήγορα η φήμη του εξαπλώνεται και οι πελάτες του γεμίζουν κάθε χρόνο τα δωμάτια, πελάτες διάσημοι ή μη, όπως η Γκρέτα Γκάρμπο, που μαγεύονται και αυτοί από την ομορφιά της περιοχής.
Όμως η ιστορία του δε σταματά εκεί. Ανασύρει από το βυθό του Αιγαίου το άγαλμα του Ποσειδώνα, κατηγορείται ως φιλοναζιστής, ενώ παντρεύεται μια Ελληνίδα και πολλές φορές έρχεται σε σύγκρουση με τους κατοίκους της περιοχής, τους οποίους κατηγορεί ότι δεν αγαπούν τον τόπο τους. Είκοσι πέντε περίπου χρόνια μετά το θάνατό του, ένας συγγραφέας πέφτει τυχαία πάνω στο όνομα του Αλφόνς. Του κινεί την περιέργεια και τότε αρχίζει την αναζήτηση στοιχείων για μια προσωπικότητα, όπως αποδεικνύεται, αμφιλεγόμενη, ρεαλιστική, αξιοπρεπή και πάνω απ’ όλα ελεύθερη.
Δεν θα κρύψω ότι στην αρχή έβλεπα το βιβλίο στο ράφι της βιβλιοθήκης και για κάποιο λόγο το απέφευγα. Ώσπου κάποια στιγμή το πήρα στα χέρια μου και από εκείνη τη στιγμή δεν το άφησα μέχρι, μερικές ώρες μετά, που έφτασα στην τελευταία σελίδα. Κλείνοντας το βιβλίο το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ψάξω αν όλη αυτή η ιστορία είναι αληθινή ή απλώς ένα μύθευμα του συγγραφέα. Η απάντηση φυσικά δεν πρόκειται να δοθεί.
Από κει και πέρα το έργο του Κώστα Ακρίβου είναι ένα εξαιρετικό σε ύφος δημιούργημα, που με την απλότητα και τη μεστότητά του ωθεί τον αναγνώστη να ακολουθήσει μαζί με τον αφηγητή το οδοιπορικό για την αναζήτηση στοιχείων της ζωής του Αλφόνς Χοχάουζερ. Η γλώσσα είναι καθ’ όλα «φιλική» στον τόνο και την αμεσότητα, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι στο βιβλίο περιλαμβάνονται άρθρα για τον Αλφόνς, επιστολές του ιδίου και απαντητικά γράμματα που έλαβε κατά καιρούς. Τέλος, δεν πρέπει να παραγκωνίσουμε το γεγονός ότι σε δεύτερο πλάνο διαφαίνεται η ελληνική νοοτροπία, αλλά και το ότι η αγάπη του Έλληνα για την πατρίδα από χρόνια έχει χαθεί.
Ξεκινώντας από την πρώτη επαφή του συγγραφέα με τον Αλφόνς και καταλήγοντας στο κλείσιμο της περιπέτειας αυτής, ο Κώστας Ακρίβος μας ταξιδεύει στο χρόνο, με κεντρικό άξονα τον Αλφόνς, φέρνοντας στο φως μια ιστορία που λίγοι γνωρίζουν, αλλά πολλοί θα θαυμάσουν.