”Η γενιά της λακκούβας”

Το ότι γράφει καλά η Μαρία Κατσοπούλου είναι γνωστό σε όσους έχουν διαβάσει την πρώτη της ποιητική συλλογή (”Τα ποιήματα της τρελής”, Γαβριηλίδης, 2009) και παρακολουθούν έκτοτε τη δουλειά της. Αλλά η ποίηση -κι όταν τη γράφεις και όταν τη διαβάζεις-, είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας: έχει να κάνει με τη θερμοκρασία του αίματος αλλά και της ψυχής, τόσο του ποιητή όσο και του αναγνώστη. Γι’ αυτό και είναι τόσο δύσκολη η συνάντησή τους και συχνά λήγει άδοξα: στην ποίηση πρέπει να ταιριάζουν τα χνώτα σου με όσα διαβάζεις. Και η ποίηση της Μαρίας Κατσοπούλου στο δεύτερο, προσωπικό της βιβλίο, για να σ’ αρέσει πρέπει να έχεις τσαγανό, να μην μασάς τα λόγια σου, να μπορείς να κοιτάς (και να αντέχεις να σε κοιτάνε) ίσια στα μάτια.

Ο κόσμος της ο ποιητικός δεν είναι το κάστρο στο οποίο κανείς κλείνεται ”για να γράψει”. Κι αν η γραφή της είναι προσωπική, είναι ταυτόχρονα και πολιτική, γιατί τα όσα γράφει είναι όχι μόνο η ζωή της αλλά οι ζωές μας, οι ζωές της ”γενιάς της λακκούβας”: κομμάτια και θρύψαλα από κάτι που έσπασε κάποτε, μια καρδιά που τσακίστηκε, ένα μυαλό που σάλεψε, μια βιτρίνα που σε φυλάκιζε, ένας καθρέφτης που δεν έλεγε αλήθεια. Και από τα κομμάτια αυτά που μάζεψε περιπλανώμενη η ποιήτρια στην πόλη ή πετώντας ”με τη μαγική της σκούπα”, φτιάχνει μια νέα ύπαρξη, ένα έργο. Και όταν το διαβάζεις, σε αγκιστρώνει από τα σωθικά γιατί αναγνωρίζεις και το δικό σου κομμάτι ζωής ανάμεσα στο υλικό με το οποίο έχτισε τα ποιήματά της. Αυτή είναι η δύναμη της γραφής της: καθαρή πληγή, με τα ράμματα να φαίνονται, ενώ εγκυμονεί ήδη την ομορφιά της ουλής που θα σου αφήσει.

Αυτό το ποιητικό βλέμμα, που κοιτάζει μέσα της αλλά ταυτόχρονα αυτό που λέει αφορά όλους και είναι αναγνωρίσιμο (θες δεν θες, να το παραδεχτείς), είναι το στοιχείο που την κάνει να ξεχωρίζει – το δικό της, μοναδικό αποτύπωμα. Δεν φτιάχνει κόσμους, μιλάει για τον κόσμο αυτόν στον οποίο ζούμε όλοι, με μια ειλικρίνεια που σχεδόν σοκάρει. Στην ποίησή της οι έρωτες είναι έρωτες, ο πόνος είναι πόνος, η μοναξιά είναι μοναξιά, το κορμί είναι κορμί, η οργή είναι οργή. Δεν μεταμορφώνονται, ούτε κρύβονται.

”Ένα λιοντάρι που τινάζει από τη χαίτη του τη σκόνη του κόσμου” κατοικεί μέσα στην ποίηση της Μαρίας Κατσοπούλου: αιμοβόρο, κουρασμένο και μοναχικό. Αλλά αληθινό – με τα σημάδια από τις μάχες της επιβίωσης, όχι πέτρινο.