Αν το να εκφράζεις την αλήθεια σου αντιβαίνει σε κάποιους κανόνες καθεστηκυίας ηθικής ή αισθητικής, σε φέρνει όμως κοντά στην αγιότητα, ειδικά όταν καίνε τα βιβλία σου στην κεντρική πλατεία της Λισαβόνας κι απειλούν να σε ρίξουν κι εσένα στην πυρά. Ο Αντόνιο Μπόττο ήταν ένας μάρτυρας σύγχρονος του εικοστού αιώνα. Έζησε και πέθανε στο μεταίχμιο μεταξύ πόνου, θλίψης κι ανεκπλήρωτης εξιδανικευμένης ηδονής. Ένας εστέτ αλλιώτικος από τους άλλους, μπολιασμένος με τον βαθύ μυστικισμό της Πορτογαλίας, ποτισμένος με τα νάματα του κλασικού ιδεώδους για το Κάλλος των γυμνών και αθώων ανδρικών μορφών. Ρομαντικός στο βαθμό που το ερωτικό του ένστικτο μεταστρέφεται και εκπίπτει σε ένστικτο αυτοκαταστροφής και θανάτου. Από τα ύψη του Ορφικού ιδεώδους για τον μη αναπαραγωγικό έρωτα με τα στοιχεία της Φύσης, έκπτωτος από το ναρκισσιστικό ιδεώδες της ένωσης με το Όλον, υποπίπτει στο αμάρτημα της αρσενοκοιτίας, πλειστάκις και πολλάκις. Και γράφει επί πλέον γι’ αυτό ανερυθρίαστα τα Cancoes (τα «Τραγούδια» του) εν έτει 1921 παρακαλώ! Το σκάνδαλο είναι αναπόφευκτο. «Η πτώσις του είναι βεβαία. Πικρά ο Πρίαμος κι η Εκάβη κλαίνε» για να θυμηθούμε έναν άλλον κυνηγημένον και «ανδρείον της ηδονής», τον Καβάφη. Βυθίστηκα στο κομψό βιβλιαράκι των πάντα εξαιρετικών στην αισθησιακή αναζήτηση «εκδόσεων Οδός Πανός» και συγκινήθηκα από στίχους γνήσιας απελπισίας. Διαμάντια θλίψης. Πεισιθάνατη ερωτολαγνεία ή Ερωτική θανατολαγνεία. Ηδυπάθεια στο ναδίρ του μεγαλείου της. Κορμιά σε ολοκληρωτικό πένθος, φιλιούνται (πάντα) άγρια κι ερωτίζονται σπαρακτικά έως θανάτου, χωρίς να επιδίδονται πάντα στην πράξη που στάθηκε αιτία της απόλυσης του φτωχού ποιητή Αντόνιο Μπόττο από το πορτογαλικό δημόσιο! Γιατί σ’ ετούτο διέφερε εκείνος από τους άπειρους ομοερωτικούς που φοβισμένοι τρυγάνε την ηδονή στη σκιά ενός κήπου, στο χάσιμο της σελήνης ή στη μυστικότητα των γαριασμένων σεντονιών ενός φτηνού ξενοδοχείου που μυρίζει ποντικοφάρμακο και κατσαριδοκτόνο: ο μάρτυρας ποιητής ήταν ειλικρινής μέχρις αγιότητος! Μακριά από εκείνον η υποκρισία των Φαρισαίων. Οι «τα φαιά φορούντες» φρικιούσαν και μόνο στο άκουσμα του ονόματός του. Κι εκείνος διάβαινε ωραίος σαν Έλληνας, γενναίος σαν Σπαρτιάτης, έκλυτος στις ηδονές σαν Ρωμαίος κι έφερε εις πέρας το μόνο καθήκον που αναγνώρισε μέχρι τα εξήντα δύο του χρόνια, όταν έπεσε (λένε) στις ρόδες ενός διερχόμενου αυτοκινήτου στη φοβερή για την πολυτέλειά της Κόπα Καμπάνα του Ρίο ντε Τζανέιρο της μακρινής Βραζιλίας, όπου είχε καταφύγει με τη γυναίκα της ζωής του. «Συγγενής» με τον Λαπαθιώτη, ενοχλητικός όπως εκείνος, ακραίος, εξομολογητικός κι αυθόρμητος, έγινε το κόκκινο πανί απάντων των εχεφρόνων κρυψινόων της εποχής του. Ακόμα και μετά το θάνατό του καταδικάστηκε σε μια άτυπη συνωμοσία σιωπής, απ’ όπου όμως διέφυγε εσχάτως, όταν οι διώκτες του εγκατέλειψαν τον μάταιο τούτο κόσμο για να βυθιστούν αιωνίως στα ερέβη της προσωπικής τους Κόλασης. Ο δυτικός πολιτισμός, που θεμελιώθηκε πάνω στο αρχαίο ελληνικό ιδεώδες, στη ρωμαϊκή ευταξία και στη χριστιανική ενοχοποίηση του ερωτικού ενστίκτου, τείνει –ευτυχώς– τώρα σε μία μετεξέλιξη όπου επιτρέπει στα άτομα την αυτοδιάθεση και την ελευθερία της βούλησης – σε μεγαλύτερο εν πάση περιπτώσει βαθμό απ’ όσο έναν αιώνα πριν… Έτσι λοιπόν μπορούμε τώρα να ακούσουμε την πονεμένη φωνή ενός γνήσιου Πορτογάλου ποιητή που τραγουδάει το δικό του «φάντο» και σπάει τα σύνορα του χώρου και του χρόνου με τη μόνη αρετή που αναγνωρίζουν όλες οι θρησκείες του κόσμου: την ειλικρίνεια και την αγνότητα των προθέσεων. Έντονη δραματικότητα, κάποια ποιήματά του διαβάζονται σαν μονόλογοι. Ο ποιητής μας έχει γράψει και τέσσερα θεατρικά, δίπλα στα εννέα μυθιστορήματά του και στις είκοσι ποιητικές συλλογές του. Κι όποιον ξανακούσω να εκθειάζει –εκ του πονηρού– την ολιγογραφία θα τον παραπέμψω στον ποιητή του «Φουέντε οβεχούνα», τον πολυγραφότατο Λόπε ντε Βέγκα, που είχε γράψει 1.500 (μάλιστα: χίλια πεντακόσια) θεατρικά έργα. «Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια» (ή πηδάει και τα φτάνει). Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα και στον «καταραμένο» ποιητή μας. Επιλέγω το πόνημα που με συντάραξε με το που πρωτοάνοιξα το βιβλίο στη σελίδα 60 κι έχει τον τίτλο «Ξέχνα με»: «Ξέχνα με. Θέλω να πάω / Στον πυρήνα του ενστίκτου μου / Μεγαλωμένου στην ατυχία, / Ο έρωτας / Αφήνει σημάδι, αλλά περνά. / Μη λυπάσαι. / Αν και στο ζενίθ της συντριβής μου / Αδιαφορώ για τα λόγια σου: / Για να πεθάνω, / Οποιοδήποτε μέρος, / Οποιοδήποτε κορμί, / Κι οποιοδήποτε στόμα μού φτάνει.» Γενναίος, αυθεντικά κοινωνικός, ακραία ερωτικός μέχρι το τέλος.