«Περικοπές από ένα απόκρυφο Ευαγγέλιο»

Τι μπορεί κανείς να γράψει για τον ποταμό Μπόρχες; Πώς να χωρέσουν τα νερά του, με όλα τα πλάσματα που τα κατοικούν, στις λίγες λέξεις μιας παρουσίασης; Και πώς να αποδώσεις το αίσθημα της πύλης, του περάσματος στην άλλη πλευρά της πραγματικότητας, που σου δημιουργούν τα ποιήματά του;

Διαβάζοντας τη συλλογική έκδοσή τους στον τόμο αυτό από τις εκδόσεις Πατάκη, στην εξαιρετική μετάφραση του ποιητή Δημήτρη Καλοκύρη που έκανε και την ανθολόγησή τους από το σύνολο των ποιητικών βιβλίων του Μπόρχες, αισθάνεσαι ότι βιώνεις ένα είδος μεταφυσικής εμπειρίας: αποτελούν ταυτόχρονα προφητείες, χρησμούς και «περικοπές από απόκρυφα ευαγγέλια» (όπως είναι ο τίτλος ενός ποιήματος της συλλογής που με συγκίνησε πολύ, εξ ου και τον επέλεξα για το παρόν κείμενο).

Τα σύμβολα και οι σταθερές του έργου του είναι πάντα εδώ (το γκόλεμ, ο λαβύρινθος, οι βιβλιοθήκες, οι καθρέφτες…), αλλά υπάρχουν και ποιήματα για μάχες, προσωπικότητες της ιστορίας και του μύθου, για άλλους ποιητές και συγγραφείς (Τζόις, Μέλβιλ, Μπλέικ κ.ά.), όπως και ποιήματα ερωτικά, ποιήματα με αναφορές στον χριστιανισμό –με εκείνη τη μορφή της πίστης που είναι εσωτερική και εντελώς ξεχωριστή για την κάθε ψυχή–, καθώς και ποιήματα όπου ο Μπόρχες μιλάει για τον εαυτό του, τη ζωή του και τους προγόνους του. Στην ενότητα «Μουσείο», διαβάζουμε «μεταφράσεις» ή πιο σωστά μετουσιώσεις στο μπορχικό σύμπαν, κατά την εκτίμησή μου, από κείμενα άλλων συγγραφέων («Ο μεγαλόψυχος εχθρός» αληθινά με συγκλόνισε).

Όπως διαβάζουμε και στην εισαγωγή από τον Δημήτρη Καλοκύρη (με πάρα πολλά στοιχεία για τη ζωή και το ποιητικό έργο του Μπόρχες), ο Μπόρχες ξεκίνησε ως ποιητής και έτσι αποκαλούσε τον εαυτό του, και επέστρεφε σταδιακά στην ποίηση όσο προχωρούσε η τυφλότητά του, και μάλιστα στην έμμετρη παραδοσιακή, γιατί ήταν πλέον αναγκασμένος να εργάζεται με τη μνήμη: οι στίχοι, ειδικά οι έμμετροι, είναι πιο εύκολοι στην απομνημόνευση – ο έμμετρος στίχος είναι φορητός, όπως έλεγε ο ίδιος. Ο μεταφραστής επέλεξε να τους αποδώσει σε ελεύθερους ρυθμικούς, που διατηρούν όμως μια εσωτερική μετρική και αποδίδουν το ρυθμό του κάθε ποιήματος. Και θέλω να σημειώσω εδώ ότι τα ποιήματα του Μπόρχες είναι για να τα απαγγέλλεις, ακόμα και στον εαυτό σου, όχι για να τα διαβάζεις σιωπηλά – είναι απολύτως απαραίτητο για να συνδεθείς με τη φωνή του, για να ξεκλειδώσει η πύλη του κόσμου του.

Για τα ίδια τα ποιήματα δεν μπορώ να πω τίποτα. Και γιατί δεν τολμώ να βάλω σε λέξεις τα συναισθήματα που μου γέννησαν και γιατί δεν μπορώ να αποδώσω σε λέξεις ένα τέτοιο βίωμα. Θα πω μόνο ότι γεννούν ποίηση μέσα σου – όσοι γράφουν ποίηση θα με καταλάβουν. Όσοι δεν γράφουν αλλά την αγαπούν, θα το νιώσουν.

Και από όλα τα πλάσματα αυτού του ποιητικού σύμπαντος, αγάπησα πιο πολύ την τίγρη που διαφεντεύει το δάσος της, άγρια και πανέμορφη, φρουρός και αρχέτυπο του κόσμου του Μπόρχες. Και με δύο στίχους από το βιβλίο γι’ αυτή τη «θεότητα», θα βάλω τον επίλογο:

«Σκεφτήκαμε πως ήταν γεμάτη αίμα και ομορφιά.

Ένα παιδάκι, η Νόρα, είπε: Είναι πλασμένη γι’ αγάπη».