«Είμαι η δροσιά της Γης»

Κατά την εκτίμησή μου, το Α και το Ω σε κάθε βιβλίο φαντασίας είναι η επιτυχής ή μη, κοσμοπλασία: κατά πόσο δηλαδή ο δημιουργός θα καταφέρει να χτίσει συγγραφικά το σύμπαν που συνέλαβε η φαντασία του με τέτοιο τρόπο ώστε όχι μόνο να πείθει τον αναγνώστη για την αλήθεια αυτού του κόσμου, αλλά και να τον απορροφά σε αυτό τον κόσμο για όσο διαρκεί η ανάγνωση, να τον κάνει μέρος του. Και αυτό το επιτυγχάνει -και με το παραπάνω- η Ευθυμία Ε. Δεσποτάκη στο πρώτο της μυθιστόρημα: δημιουργεί έναν ψευδοελληνιστικό κόσμο με όλα τα στοιχεία εκείνης της περιόδου -τη μείξη των λαών και των πολιτισμών, των γλωσσών και των θρησκειών-, και σε αυτόν τοποθετεί τους ήρωές της, με διαφορετική καταγωγή ο καθένας, οι οποίοι θα εμπλακούν σε μια περιπέτεια επιστήμης και μαγείας, πολέμου και έρωτα.

Στη Δαμασινή λοιπόν, την κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα του βασιλείου της Αισωπείας, συναντάμε τον πολυμήχανο (κυριολεκτικά) νεαρό Παγκράτη που προσπαθεί να επιβιώσει «πουλώντας» τη γοητεία του και την ικανότητά του να κατασκευάζει μηχανές και αυτόματα στους πλούσιους της πόλης. Πνεύμα ανήσυχο, ευφυής αλλά και πονηρός, ο Απελλάτης Παγκράτης (Απελλάτης με δύο λάμδα, από τη σπαρτιατική Απέλλα που δίνει και το στίγμα της καταγωγής αλλά και της ιδιοσυγκρασίας του), θα απαχθεί από έναν έκπτωτο πρίγκιπα που διεκδικεί την εξουσία και χρειάζεται τις γνώσεις του νεαρού για να δημιουργήσει πολεμικές μηχανές. Και θα γοητευτεί από τη δούλη του πρίγκιπα, τη μάγισσα Ζήλεια, που μαζί με τον μάγο στον οποίο εκείνη μαθητεύει, θα τον μυήσουν σε ένα μυστικό και μια αποστολή που έχει ως στόχο την επανάκτηση της Μεγάλης Βιβλιοθήκης της πόλης Ομφάλης. Τα όσα θα μάθει και θα βιώσει, θα τον αλλάξουν δραματικά και θα τον οδηγήσουν σε μια απόφαση, μια δική του προσωπική «αποστολή», που θα επηρεάσει καθοριστικά το μέλλον του κόσμου του.

Όπως είπα ξεκινώντας αυτή την παρουσίαση, η κοσμοπλασία της συγγραφέως είναι εξαιρετική με πάρα πολύ μεγάλη και σοβαρή έρευνα, η οποία είναι εμφανής στο κείμενο, για τους λαούς και τους πολιτισμούς της ευρύτερης περιοχής (αιγυπτιακός, φοινικικός, αρχαιοελληνικός, αλλά και οι Χετταίοι είναι παρόντες). Και αυτό είναι το δεύτερο μεγάλο προτέρημα του βιβλίου, γιατί όταν γράφουμε φαντασία δεν σημαίνει ότι γράφουμε ό,τι μας κατεβαίνει: υπάρχουν πηγές, παραδόσεις και ιστορίες τις οποίες ο συγγραφέας πρέπει να μελετήσει και να τις θέσει ως θεμέλια του δικού του έργου. Η φαντασία πάντα πατά στην πραγματικότητα όπως ακριβώς κάθε πραγματικότητα έχει το ένα πόδι στη φαντασία.

Οι ήρωες του βιβλίου, με προεξέχοντα τον Παγκράτη, είναι όλοι τους πρωτότυποι και ξεχωριστοί, απόλυτα πειστικοί επίσης, δεν μας αφήνουν καμία αμφιβολία ότι θα μπορούσαν να είναι υπαρκτά πρόσωπα που έζησαν εκείνη την εποχή. Μου έκανε θετική εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας τούς περιγράφει και εμφανισιακά ξεφεύγοντας από κλισέ και στερεότυπα και παράλληλα ζωντανεύοντάς τους για τον αναγνώστη ώστε να τους «βλέπει» διαβάζοντας το βιβλίο. Στα υπέρ επίσης, και το πολύ όμορφο εξώφυλλο.

Μικρό, εντελώς προσωπικό, «παράπονο», η επιλογή τής συγγραφέως να μην επεκτείνει περισσότερο τη γραμμή τής αφήγησης που σχετίζεται με τον θεό Δάγωνα. Μπορεί να είναι η αγάπη μου για τον Λάβκραφτ, μπορεί και το προσωπικό διαχρονικό ενδιαφέρον για τη Μεσοποταμία, αλλά θα ήθελα να διαβάσω περισσότερα… Όπως και να έχει, η μύηση του Παγκράτη είναι μία από τις πιο εντυπωσιακές και καλογραμμένες σκηνές του βιβλίου.

Θα κλείσω με αυτό που επαναλαμβάνω κάθε φορά που διαβάζω ένα καλό ελληνικό βιβλίο φαντασίας, ανεξάρτητα από το θέμα του: οι Έλληνες συγγραφείς του φανταστικού (αλλά και του τρόμου) είναι ταλαντούχοι και αποτελούν ανερχόμενη δύναμη. Διαβάστε τα βιβλία τους και στηρίξτε τους, όχι επειδή είναι Έλληνες, αλλά επειδή πραγματικά το αξίζουν.