Η βαθεία ενσυναίσθησις του συμπάσχοντος πλησίον στα χρόνια της Κρίσης αλλά και πριν, όταν η οικονομική κατάρρευσις ήτο προοικονομημένη, αλλά στα χρόνια της ψευδαισθητικής Αφθονίας που όλοι έπαιζαν στο Χρηματιστήριο, ελπίζοντας να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους ως μαικήνες (όλοι μαζί, ταυτόχρονα κι ο καθένας χωριστά – βουλιαγμένος στον ιδιωτικό του παράδεισο, με τον κρυστάλλινο πύργο που θα τον απομόνωνε από κάθε ενδεχόμενη μιζέρια), ελάχιστοι ήταν εκείνοι που βυθίζονταν στη σιωπή και στη θλίψη, αποκτώντας τα απαραίτητα εκείνα αντισώματα εναντίον της καταθλίψεως, όταν αυτή θα έφτανε ακαταμάχητη κι απρόσβλητη από τα κοινά παυσίλυπα… Ο Βαγγέλης Προβιάς είναι ένας εκκολαπτόμενος μεγάλος πεζογράφος, πρώτον γιατί το αγνοεί και δεύτερον διότι εξελίσσεται, διδάσκεται, πάει γυρεύοντας να εκπαιδευθεί, κι όποιος πηγαίνει στην πηγή θα πιει κάποια στιγμή νερό… Με αυτό δεν υπονοώ ότι τα μέχρι τώρα δημοσιευμένα γραπτά του είναι πρωτόλεια. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι αποτέλεσμα βαθιάς παιδεύσεως και παιδείας. Η Αγάπη ως κινητήρια δύναμις του Σύμπαντος συνέχει το λογοτεχνικό τοπίο του Βαγγέλη Προβιά κι αυτές οι προσεκτικά συλλεγμένες ψηφίδες-διηγήματα εις αυτό και μόνον καταλήγουν: «αγαπάτε αλλήλους επειγόντως». Αυτή η προσπάθεια των μέχρι τώρα «προνομιούχων» να σκύψουν στα προβλήματα των ατόμων που βυθίζονται στην πάσης φύσεως ανέχεια, δύο τινά (ή μάλλον τρία) μπορεί να επιφέρει: πρώτον, να βουλιάξουν μαζί με τους χαμένους, αφού «ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται», δεύτερον να ανυψώσουν τους άλλους βγάζοντάς τους από την κινούμενη άμμο όπου έχουν πέσει κι έχουν παγιδευτεί για άγνωστο χρονικό διάστημα και τρίτον… να μην συμβεί ούτε το ένα ούτε το άλλο. Απλώς οι προνομιούχοι που έχουν την πολυτέλεια να διαλογίζονται πάνω στην κακή τύχη των μη προνομιούχων να γίνουν απλώς καλύτεροι, φιλανθρωπότεροι, να επιδείξουν τη δέουσα ενσυναίσθηση, να σταθούν στο ύψος των καιρών και των απαιτήσεων αλληλεγγύης που προβάλλουν επιτακτικά οι δύσκολοι καιροί μας. Χωρίς να συμφωνώ με την αλγολαγνεία, η οποία λειτουργεί ούτως ή άλλως με ομοιοπαθητικό τρόπο στη «μεγάλη», ή αλλιώς στη σημαίνουσα πεζογραφία, η ανάγνωση αυτών των καλογραμμένων διηγημάτων σκοπό έχει (;) να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους και να απαλείψει το ενδεχόμενο «κακό κάρμα» μας (ατομικό, οικογενειακό, εθνικό κ.λπ.). Δεν ξέρω αν αυτή ήταν η ακριβής πρόθεση του καλού λογοτέχνη και εισηγητή σεμιναρίων γραφής, όμως το αποτέλεσμα τον δικαιώνει. Ένα τσίμπημα πόνου στο τσάκρα της καρδιάς είναι το αναμενόμενο (ή μη) αποτέλεσμα της ανάγνωσης αυτού του καλοστημένου και κινηματογραφικώς σχεδιασμένου πονήματος. Ακόμα και τηλεοπτική διασκευή του μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ιδιαίτερες προσθήκες. Τόσο καλά. Όχι και λίγα για το δεύτερο βιβλίο ενός συγγραφέα, που δεν είναι, σε καμία περίπτωση, «δευτέρας κατηγορίας», αλλά μάχιμος, παρών, στις μεταιχμιακές στιγμές που περνάει η χώρα μας αλλά και ο κόσμος όλος. Χωρίς να έχει το έρεβος του Ντοστογιέφσκι, ο Βαγγέλης Προβιάς ακροβατεί ανάμεσα στη μικροαστική χαρμολύπη, τη μεσοαστική αγωνία και τη μεγαλοαστική ραθυμία. Στο επίπεδο της τεχνικής, το μεταμοντέρνο κολάζ περιορίζεται στη δομή του πονήματος αλλά –ευτυχώς– δεν υπεισέρχεται στην αφήγηση, η οποία γίνεται με τον παλιό, κλασικό, δοκιμασμένο δρόμο της γραμμικότητας, μακριά από κάθε γραφικότητα, αλλά με την οξύτητα του νυστεριού στο τραπέζι της νεκροψίας των απατηλών ειδώλων μιας γενιάς (της λεγομένης «γενιάς του Πολυτεχνείου») που είδε τα όνειρά της να καταρρέουν, δεν παραιτείται όμως ακόμα από τις παραισθήσεις της.