Τα πάντα ρει αενάως

«Ακόμα μια χρωματιστή μέρα. Φαίνεται ότι κάθε οικογένεια είχε νεράιδες και μάγους. Εκτός από τη δική μου.» σ. 55

«Πάντα κάτι παραμονεύει στη γωνία. Υπάρχουν μόνο μέρες χρωματιστές, όχι χρωματιστή ζωή.

Όμως είναι αλήθεια. Τις πίκρες τις περιμένει πάντα μεγάλη εκδίκηση.» σ. 253

Τόπος δράσης του βιβλίου, ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο της οδού Μηθύμνης. Ήρωές του μια ολόκληρη οικογένεια – και όχι μόνο. Ιούλιος του 1969 –τη χρονιά της προσσελήνωσης– στην οδό Μηθύμνης. Στη σκοτεινή πλευρά του τρίτου ορόφου μένουν δύο μούσες, η Θάλεια και η Ερατώ. Στο ακριβώς απέναντι διαμέρισμα, στη φωτεινή πλευρά, μένουν η Γεωργία, ο Γιώργος, η Κλαίρη και η Λίλη. Σε αυτό το διαμέρισμα μένει η χαρά της ζωής. Σε καθημερινή σχεδόν βάση μπαινοβγαίνουν διάφοροι επισκέπτες, η μεγάλη συμπεθέρα με τον στρατηγό της, η μικρή συμπεθέρα που όλο πλέκει με το βελονάκι και είναι αμίλητη, ο Χρήστος με τη Μάγδα, ο Ερμής με τον Αλκόρ, η Σωτηρία, οι Καπνίσηδες κ.ά. Ένας χαρούμενος θίασος συναθροίζεται και κάθε φορά γίνεται το σώσε.

Αφηγήτρια όλων αυτών, η μία από τις μούσες, η Θάλεια, που μαζί με την αδερφή της αποτελούν την οικογένεια του απέναντι διαμερίσματος.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, στο Πιες το τσάι σου, Σεμίραμις, ο αναγνώστης παρακολουθεί τη ζωή αυτών των οικογενειών, με τις χαρές και τα γλέντια τους, αλλά και τις δυσκολίες τους μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Γιατί όλοι οι άνθρωποι έχουν τις φωτεινές αλλά και τις σκοτεινές τους στιγμές, τα μικρά ή μεγάλα μυστικά τους, κανείς δεν είναι μόνο ανέμελος και χαρούμενος. Αν κάποιος όμως «δει» ανάμεσα από τις αράδες και μπει κάτω από την επιφάνεια, θα παρακολουθήσει μια ιστορία δύσκολης ενηλικίωσης, αυτογνωσίας, ζωής μετ’ εμποδίων. Μιας εντέλει κανονικής ζωής.

Η αφήγηση καλύπτει χρονικά αρκετά χρόνια, φτάνει μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και την πανδημία. Οι μεγάλοι «φεύγουν», τα παιδιά ενηλικιώνονται, νέα παπάκια κάνουν την εμφάνισή τους, η Θάλεια οδεύει προς το τέλος. Αλλά εξακολουθεί να αφηγείται με την ίδια ζωντάνια και μαεστρία.

Η Θάλεια, που έχει ζήσει μια ζωή δύσκολη και μοναχική, λαχταράει να γίνει σαν τους διπλανούς, κάνει χίλια δυο για να είναι συνέχεια ανάμεσά τους και να «κλέβει» κάτι από τη λάμψη τους, για να γίνει μέλος της οικογένειάς τους. Σταδιακά, όμως, διαπιστώνει ότι μιμούμενη εκείνους, αντιγράφοντάς τους, χάνει την ίδια τη Θάλεια, τον εαυτό της. Και τότε αρχίζει να ωριμάζει, να συνειδητοποιεί ότι πρέπει να απομακρυνθεί και να σταθεί στα δικά της πόδια. Μέσα από την αλληλεπίδρασή της με τα μέλη της απέναντι οικογένειας, λίγο λίγο αποκτά αυτογνωσία και οι σελίδες του βιβλίου γεμίζουν με σκέψεις της, με εσωτερικούς μονολόγους, με συμπεράσματα που αφορούν μεν την ίδια, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν καθολικές αλήθειες.

Από το οπισθόφυλλο ακόμα δημιουργείται ατμόσφαιρα μυστηρίου και, όσο οι σελίδες γυρνούν και ο αναγνώστης ολοένα και βυθίζεται στο σύμπαν του βιβλίου, μια «τοιχογραφία» συναθροίσεων αλλοτινής εποχής δημιουργείται. Με υλικά μικρά κεφάλαια, άμεση ζωντανή αφήγηση, εύηχες λέξεις και έμφαση στις λεπτομέρειες –κάτι σαν εμμονή της Μαρίνας Παπαγεωργίου–, με λεπτομερείς περιγραφές των χώρων στους οποίους κινούνται οι ήρωες, αλλά και περιγραφές των τελευταίων τόσο εξωτερικά, της εμφάνισης, όσο και εσωτερικά, του χαρακτήρα τους. Με αποτέλεσμα οι ήρωες να είναι άκρως ανθρώπινοι. Χαρακτηριστικά επίσης είναι τα ευφάνταστα, εύηχα ονόματα, συμβολικά και στοχευμένα, με τα οποία έχει ονοματίσει τους ήρωες η συγγραφέας. Φαεινή, Λίλη, Κλαίρη, Ερατώ, Θάλεια, Αλκόρ κ.ά.

Το δεύτερο βιβλίο της Μαρίνας Παπαγεωργίου, Πιες το τσάι σου, Σεμίραμις, μυθιστόρημα αυτή τη φορά, είναι ένα χαρούμενο, ευτυχισμένο βιβλίο, ένα βιβλίο χρωματιστό που αποπνέει αισιοδοξία!