Για μια καλύτερη ζωή
Σε ένα νησί, όπου «πιάνεις χώμα» και χρυσάφι γίνεται, έρχεται ο Γκεζίμ με τη μητέρα του και τον μεγάλο του αδερφό. Πρόσφυγες. Σύντομα αρχίζουν μια νέα ζωή, που περιλαμβάνει σκληρή δουλειά, η μάνα από καθηγήτρια σε σχολείο τώρα καθαρίζει καμπινέδες και ο μεγάλος γιος δουλεύει σε πιτσαρία. Ζουν όμως αξιοπρεπώς, το ψυγείο τους είναι πάντα γεμάτο. Ο πατέρας της οικογένειας, αρνούμενος να δεχτεί τις νέες συνθήκες, την υποβίβαση, και «από την τάξη να βρεθεί στην οικοδομή», έμεινε πίσω, στην πατρίδα. Λίγο αργότερα έρχεται στο νησί, σχεδόν με το ζόρι, με καταστροφικές όμως συνέπειες.
Και ένα μικρό αγόρι, ο Γκεζίμ που έγινε Ανδρέας, για κάθε πρωτόγνωρη κατάσταση που συναντά και για κάθε νέο συναίσθημα που το κατακλύζει, συμβουλεύεται το λεξικό του, αυτό με τις ελληνικές λέξεις, και πάντα βρίσκει την κατάλληλη. «Πώς τη λένε αυτή τη λέξη που θέλεις να πεθάνεις; Πώς τη λένε αυτή τη στεναχώρια, που πιο πολύ δε γίνεται; Τη βρήκα τη λέξη. Απόγνωσις, αυτή είναι η πιο ταιριαστή».
Στο αφήγημα της Χριστίνας Φραγκεσκάκη «Πιάνεις Χώμα» παρουσιάζεται η καθημερινότητα των προσφύγων. Μια καθημερινότητα που στον πυρήνα της θυμίζει έντονα αυτή των Ελλήνων σε προηγούμενες δεκαετίες. Φτωχιά, αλλά τίμια, αξιοπρεπής ζωή, με τίμιο μεροκάματο, παρά τις σκληρές συνθήκες, και με το κεφάλι ψηλά. Μόνο που οι πρόσφυγες έρχονται αντιμέτωποι και με άλλα θέματα. Πώς τους αντιμετωπίζουν οι ντόπιοι; Θα γίνουν αποδεκτοί από τους γύρω τους; Πέρα από τη νέα, άγνωστη γλώσσα, τι επιπλέον δυσκολίες θα ορθωθούν μπροστά τους;
Μέσα από μια συγκλονιστική, ζωντανή αφήγηση, η νοσταλγία για ό,τι άφησαν πίσω αυτοί οι άνθρωποι και ο πόθος για επιστροφή στην πατρίδα πηγαίνουν χέρι χέρι με τη μοναξιά, τον αποχωρισμό και την απώλεια. Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με λόγο απλό και κατανοητό, τέτοιο που ταιριάζει στο στόμα ενός πρόσφυγα, και ενώ πότε μιλάει ο μικρός Γκεζίμ και πότε οι γονείς του, πέρα από τα ίδια τα γεγονότα, φωτίζονται οι σκέψεις, οι ανησυχίες, οι φόβοι, τα συναισθήματα, οι αποφάσεις των πρωταγωνιστών. Αφήνοντας πίσω τους ό,τι οικείο είχαν, ήρθαν στο νησί ξένοι μεταξύ ξένων για μια καλύτερη ζωή, μακριά από τη μιζέρια και τη φτώχεια. Και όσο γρηγορότερα το πάρουν απόφαση, τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς. Ήρθαν για να μείνουν.
Ρεαλιστικό, δυνατό, ανθρώπινο. Και ανατριχιαστικά σκληρό, όπως η πραγματική ζωή. Τίποτα δεν μπορείς να σχεδιάσεις, για τίποτα δεν πρέπει να είσαι σίγουρος, όλα ανά πάσα στιγμή μπορούν να καταρρεύσουν.