Στην επόμενη γωνία, το ξήλωμα
Όλοι έχουμε βγει από το «Παλτό» του Νικολάι Γκόγκολ. Το έχει παραδεχθεί και ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Όλοι είμαστε κάπως σαν τον ήρωα της νουβέλας «Το παλτό», τον Ακάκιο Ακάκιεβιτς. Λίγο αστείοι, λίγο απάνθρωποι, λίγο αθώοι, λίγο φαιδροί, λίγο υποταγμένοι, με λίγο χώμα στα όνειρα που δεν βγήκαν, με λίγες σταγόνες πάνω στην τραχιά επιφάνεια της καθημερινότητας. Επίσης, μπορείς μέσα στο παλτό να κρύψεις έναν πετεινό και όταν εκείνος θα αρχίσει να φωνασκεί, δεν θα σημαίνει απαραίτητα πως μια καινούργια ημέρα ξεκίνησε. Μπορεί, όμως, να αρχίσει μια ιστορία ή πολλές ιστορίες και όλες μαζί να φτιάξουν μια συλλογή από ιστορίες σαν και αυτές του Στάμου Τσιτσώνη.
Τυπικά είναι διηγήματα, ουσιαστικά όμως είναι κόμποι. Ο ένας δένει με τον άλλον. Εδώ, καίτοι υπάρχουν τα στοιχεία που θα μπορούσαν να μας προσφέρουν μια συλλογή διηγημάτων-αλυσίδα, όπως έχουν χαρακτηρίσει το είδος οι Αμερικανοί μάστορες, στην πραγματικότητα η ένωση των ιστοριών είναι χαλαρή, ενδιάθετη, δεν προσκομίζει στοιχεία για το σύνολο των ανθρώπων που περνούν από το βιβλίο, δεν καταλήγει απαραίτητα σε ένα και μόνο συμπέρασμα.
Μπορεί ο χώρος στον οποίο αναπτύσσονται οι ιστορίες –πάνω κάτω– να είναι κοινός ή να φαντάζει τέτοιος, μπορεί τα πρόσωπα να ερανίζονται στοιχεία από το ίδιο κοινωνικό βεστιάριο, όμως οι εκβολές είναι διαφορετικές κάθε φορά.
Ναι, προφανώς και υπάρχει ένα ενοποιητικό στοιχείο και τούτο μάλλον είναι εμπρόθετο από την πλευρά του συγγραφέα.
Ο Τσιτσώνης είναι ένας λεπτομερής ράφτης. Παίρνει τα μέτρα του ήρωά του, φτιάχνει το πατρόν, κόβει το ύφασμα, ενώνει, ψαλιδίζει, βάζει καρφίτσες, σχεδιάζει τσέπες, τα μανίκια, την πλάτη και μετά, στο τέλος, σαν κάτι να μην του κάθεται καλά, σαν αυτή η εξαίσια ευταξία του αποτελέσματος να τον χαλάει, σαν να θέλει να δώσει μια νότα αέρινης ελαφρότητας, αρχίζει να ξηλώνει ό,τι έχει φτιάξει. Μας αφήνει κουρέλια; Όχι, μας αφήνει αυτό που είμαστε: ένα ξηλωμένο παλτό.
Η καταστατική αρχή του Τσιτσώνη φαίνεται να είναι ίδια με εκείνη του Πασκάλ: η δυστυχία του ανθρώπου, λέει ο Γάλλος φιλόσοφος και όχι μόνο, είναι ότι δεν μπορεί να κάτσει ήσυχος στο δωμάτιό του. Διαβλέποντας τον κίνδυνο να εκπέσουν οι ιστορίες του στην πεζότητα, ο συγγραφέας αποφασίζει να τους κάνει στο τέλος ένα ακριβό δώρο: να τις διαλύσει.
Η έννοια της ανατροπής, ως υφολογική επιλογή, αλλά και ως αναγκαία επωδός, είναι ένα από τα κυρίαρχα ζητήματα αυτής της συλλογής. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, τίποτα δεν φαίνεται όπως είναι και αν κάποια στιγμή, παραδομένος στη σαγήνη της αφήγησης, νομίζεις πως κατέχεις όλα τα δεδομένα, στην τελευταία παράγραφο, στην κατακλείδα της ιστορίας, ο Τσιτσώνης θα σε λακτίσει με ένα γύρισμα της τύχης, με μια δόση γκροτέσκου, με μια λεπτή χαρακιά ειρωνείας, με ένα ξεπέταγμα από εκεί που δεν το περίμενες. Κάτω από το στρώμα του προφανούς, θάλλει πάντα μια άλλη ποιότητα, μια ξεχωριστή συνθήκη που μπορεί να δώσει στις ζωές των ηρώων μια διαφορετική τροπή, μια εκδοχή που ούτε και οι ίδιοι την είχαν σκεφτεί.
Οι άνθρωποι του Τσιτσώνη, μια και μιλάμε για ήρωες, είναι οι κλασικοί, της διπλανής πόρτας. Δεν χρειάζεται ισχυρή δόση μυθοπλασίας για να τους σχεδιάσει, δεν είναι αυτός ο σκοπός του. Αρδεύει τις ιστορίες του με νερά της καθημερινότητας. Βρόμικα, στάσιμα, λασπόνερα, τρεχούμενα, ό,τι συναντάει μπροστά του, ό,τι μπορεί να τον κινητοποιήσει.
Η πανίδα του Τσιτσώνη διαμένει στα κάτω πατώματα αλλά θα ήθελε να ανέβει ή σε μια άλλη περίπτωση να βγει τελείως από το κτίριο. Μια καθημερινότητα που πνίγει, ένα ζωτικό ψεύδος που παύει να λειτουργεί, μια χαλασμένη μηχανή που με το έτσι θέλω πρέπει να συνεχίσει να απορρυθμίζει ζωές, μια κραταιά σοβαροφάνεια που κάποιος της ροκανίζει τα ποδάρια.
Με ήχους από Γκόγκολ, Ιονέσκο, Κάφκα, Αραμπάλ έως και τον σημερινό Σεντάρις, ο Τσιτσώνης αμφιρρέπει ανάμεσα στο σκώμμα και στη θλίψη, ανάμεσα στο γελοίον του πράγματος και το δράμα της βιωτής. Οι αντιθετικές δυνάμεις που συγκροτούν τις ιστορίες του, εντέλει δεν είναι τόσο αντιθετικές. Μάλλον συνθετικές θα έλεγε κανείς πως καταλήγουν να είναι. Είμαστε εκμαγεία του τρόμου και του γελοίου. Προπλάσματα μιας φύσης που μπορείς να καγχάσεις μαζί της, αλλά και να κλάψεις. Ούτε μόνο το ένα ισχύει, ούτε μόνο το άλλο.
Ο Στάμος Τσιτσώνης είναι μαθηματικός, αλλά όταν γράφει ιστορίες μάλλον μετατρέπεται σε συνθέτης. Ούτε και αυτό συνιστά αντίθεση. Άλλωστε είναι γνωστή η σχέση της μουσικής με τα μαθηματικά. Το μότο του δείχνει να είναι ότι τίποτα δεν μένει απρόσβλητο από την αρχή της μεταβλητότητας.