Η πραγματική καρδιά του σκότους

Εξ ορισμού ο τίτλος του βιβλίου λαμβάνει τον χαρακτήρα αναφορικής συνδήλωσης. Οι συνειρμοί με το ψευδοϊστορικό ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη είναι πρόδηλοι.

Στο μυθιστόρημα του Κουτσί, ομοίως και στο ποίημα του Αλεξανδρινού, οι «βάρβαροι», το αντίπαλον δέος, λειτουργούν ως καταλύτες· αποκωδικοποιούν σημεία του παρόντος που προβάλλονται στο μέλλον, δίχως όμως να φέρουν την αναμενόμενη λύση. Η Αυτοκρατορία του Καβάφη μένει με μιαν αίσθηση πικρής απουσίας και ματαίωσης· οι βάρβαροι δεν ήρθαν ποτέ κι ας ήσαν μία κάποια λύσις.

Στον Κουτσί, οι βάρβαροι υπάρχουν, βρίσκονται κάπου έξω από τα τείχη του προκεχωρημένου συνόρου της Αυτοκρατορίας. Συναντούμε κάποιους εξ αυτών που έχουν συλληφθεί και βασανιστεί από τους δυσώδεις άντρες του Τρίτου Γραφείου της Αυτοκρατορίας (το πλέον άτεγκτο τμήμα του στρατού της), όμως πέραν τούτων η συνολική παρουσία τους είναι διαβρωτική εν τη απουσία τους. Ουσιαστικά αποδομούν τον τελεολογικό χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας, μόνο με το βάρος της σκιάς τους. Τώρα θα επιτεθούν, τώρα θα καταστρέψουν, τώρα θα αφήσουν το κτηνώδες χνάρι τους πάνω στους πολιτισμένους ανθρώπους της πόλης.

Ο Κουτσί εισάγει την έννοια του μινιμαλισμού με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα (ολότελα διαφορετικό στιλιστικά από το «Στην καρδιά της χώρας» ή τις «Σκοτεινές χώρες»). Η αλληγορική διάσταση δεν είναι κενή περιεχομένου. Ο Κουτσί δεν περιγράφει μια συγκεκριμένη ιμπεριαλιστική δύναμη – μηχανή αποκτήνωσης· τις περιγράφει όλες. Καίτοι το μυθιστόρημα γράφτηκε την ταραγμένη περίοδο του απαρτχάιντ, κάτι που θα δήλωνε την πρόθεση του συγγραφέα να μιλήσει μόνο για τη χώρα του, εντούτοις οι συλλήψεις των νοημάτων έχουν παγκόσμια δύναμη: τα απολυταρχικά καθεστώτα είναι παντού και πάντα σκοτεινά, αποκτηνωμένα και απάνθρωπα.

Λειτουργώντας υπονομευτικά, ο Κουτσί σκιαγραφεί την καρδιά της Αυτοκρατορίας ως την «καρδιά του σκότους», έτσι που τελικά οι βαρβαρικές συντεταγμένες δεν βρίσκονται εκτός των τειχών, αλλά πολύ βαθιά μέσα τους.

Κεντρικός ήρωας είναι ένας καλόβολος επίτροπος μιας ακριτικής κωμόπολης της Αυτοκρατορίας. Λάτρης της ιστορίας του τόπου, των σφριγηλών νεανικών σωμάτων και του ηδονισμού που παρέχουν και φίλα προσκείμενος στους ιθαγενείς της περιοχής. Αν και είναι οργανικό μέλος της Αυτοκρατορίας, θεωρεί εαυτόν ενδιάμεσο κρίκο μιας αλυσίδας που δεν χρειάζεται να τεντώνεται.

Η έλευση του σκοτεινού συνταγματάρχη Τζολ, ο οποίος έχει την πρόθεση να επιβάλει τη σιδηρά πυγμή στην περιοχή και να καταπνίξει την πιθανολογούμενη επανάσταση των βαρβάρων, αλλάζει δραστικά τα πράγματα.

Ο επίτροπος, από σεπτό μέλος της τοπικής κοινωνίας, γίνεται εχθρός· φυλακίζεται, βασανίζεται και δέχεται τους ονειδισμούς του πλήθους και των στρατιωτών. Το παράπτωμά του είναι ότι συγκατοικεί, περιθάλπει και ουσιαστικά ενδίδει στα θέλγητρα μιας χωλής βάρβαρης η οποία αφού πρώτα βασανίστηκε (είναι πλέον μισότυφλη) στη συνέχεια αφέθηκε στη μοίρα της.

Ο επίτροπος –κατά παράβαση των νόμων– την πηγαίνει πίσω στο σπίτι της, αλλά όταν επιστρέφει στη βάση του διαπιστώνει πως είναι πλέον αποσυνάγωγος.

Το σκότος της δύναμης και της αποκτήνωσης έχει επιβληθεί από τον Τζολ και καταπνίγει τους πάντες. Όλοι αναμένουν την αιματηρή επίθεση του στρατού της Αυτοκρατορίας που θα επαναφέρει την ευταξία. Κάτι, όμως, που διαψεύδεται οικτρά. Οι βάρβαροι, δίχως καν να επιτεθούν, παρασύρουν τους στρατιώτες στην αφιλόξενη ενδοχώρα. Η κωμόπολη μένει απροστάτευτη και μια αχλή φόβου απλώνεται από άκρη σε άκρη. Ο Τζολ και οι στρατιώτες δέχονται τη μήνι των κατοίκων, ο επίτροπος –έχοντας περάσει από την Κόλαση ανυπόδητος– επιστρέφει στην κοινωνία, γίνεται ξανά αποδεκτός και καταβάλλει εργώδεις προσπάθειες για την ανασύσταση της καθημερινότητας στη φιλήσυχη κωμόπολη.

Οι έννοιες της μεταμέλειας, της συνενοχής, της λύτρωσης και της αντιστεκόμενης συνείδησης απέναντι σε κάθε μορφή αποθηρίωσης, που οι εξουσίες επιβάλλουν, βρίσκονται στον πυρήνα του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, που έχει κομβική σημασία στο συνολικό έργο του Κουτσί.

Οι βάρβαροι υπάρχουν, δεν είναι μια νοητική κατασκευή, αλλά βρίσκονταν, τις περισσότερες φορές, στη δική μας πλευρά και όχι στην απέναντι. Ζουν μαζί μας, αναπνέουν τον ίδιο αέρα και σίγουρα δεν είναι μέρος καμίας λύσης. Ειδικά όταν αυτή η λύση επιβάλλεται με τη δύναμη, τους βασανισμούς και τον φόβο.

Η μετάφραση ανήκει στον Μίλτο Φραγκόπουλο.