Απογύμνωση της ανθρώπινης φύσης

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου γεννήθηκε το 1922 στην Πορτογαλία. Το πραγματικό του επίθετο ήταν de Piedade. Το σαραμάγκο (Saramago) είναι ένα φυτό που είναι γνωστό σ’ εμάς σαν άγριο ραδίκι και ήταν το παρατσούκλι του πατέρα του που προστέθηκε από λάθος στο δικό του στη  ληξιαρχική πράξη  γέννησής του.  Μετά τη μετακόμιση  της οικογένειας στην πρωτεύουσα και το θάνατο  του αδελφού του, οι γονείς του τον έστειλαν σε τεχνικό σχολείο γιατί δεν άντεχαν οικονομικά να τον έχουν στο άλλο σχολείο – των γραμμάτων. Εργάστηκε ως μηχανικός αυτοκινήτων για δυο χρόνια, ως μεταφραστής και αργότερα ως δημοσιογράφος. Εγκατέλειψε τη θέση του βοηθού αρχισυντάκτη με τα πολιτικά γεγονότα του 1975. Εργάστηκε για λίγο ακόμα ως μεταφραστής και τελικά κατάφερε να ζει από τη συγγραφή. Παντρεύτηκε το 1944 την Ilda Reis. Απέκτησαν ένα παιδί το 1947. Από το 1988 ο Σαραμάγκου είναι παντρεμένος με την Ισπανίδα δημοσιογράφο  Pilar del Rio, που είναι και η επίσημη μεταφράστρια του έργου του στα ισπανικά. Έγινε παγκόσμια γνωστός μετά τα πενήντα του. Είναι μέλος του κομουνιστικού κόμματος από το 1969, αθεϊστής και αυτοχαρακτηρίζεται απαισιόδοξος. Προκάλεσε αντιδράσεις με βιβλία του -από την εκκλησία-, αλλά και με τις δηλώσεις του ενάντια στη δράση των Ισραηλινών στην Παλαιστίνη και το Λίβανο.

Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ένα μυθιστόρημα, το οποίο αγγίζει πότε τα όρια της λογοτεχνίας του φανταστικού, πότε τα όρια της φιλοσοφικής πραγματείας, ενώ άλλοτε άπτεται των ορίων δοκιμίου περί ψυχολογίας. Σε μια πόλη που δεν προσδιορίζεται ποια είναι σε κάποιο δρόμο, ένα αυτοκίνητο είναι σταματημένο σε φανάρι. Ο οδηγός του περιμένει υπομονετικά να ανάψει πράσινο. Ξαφνικά, σ’ ένα κλείσιμο των ματιών, διαπιστώνει πως δεν βλέπει τίποτα πλέον παρά μόνο ένα απέραντο λευκό. Τα χρώματα έχουν χαθεί, το ίδιο και οι σκιές. Λευκό, μόνο λευκό και ούτε υποψία άλλου χρώματος. Έντρομος, ζητά βοήθεια από τους ανθρώπους που βρίσκονται τριγύρω. Με τη συνοδεία ενός νεαρού, ο οποίος στη συνέχεια του κλέβει το αυτοκίνητο, φτάνει στο σπίτι του. Το ίδιο απόγευμα επισκέπτεται έναν οφθαλμίατρο. Άμεσα ξεσπά επιδημία και οι ασθενείς μεταφέρονται σ’ ένα εγκαταλελειμμένο νοσοκομείο με εντολή της κυβέρνησης. Εκεί διαρκώς οι τρόφιμοι πληθαίνουν και τα κρούσματα συνεχώς αυξάνονται. Ο στρατός που φυλάει το παλιό νοσοκομείο πυροβολεί όποιον, έστω και από λάθος, φτάνει στην έξοδο. Εντός των ορίων του κτιρίου, όσο πληθαίνουν οι τυφλοί, διαδραματίζονται παιχνίδια εξουσίας, υποταγής, χειραγώγησης. Η απογύμνωση της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια όλων.

Η μέθοδος συγγραφής του Σαραμάγκου είναι απλή. Χωρίς υπερβάλλουσες εκφράσεις, με ηπιότητα στο ύφος του, λιτή γλώσσα, ο Σαραμάγκου δίνει σπουδαιότητα στο κείμενό του. Οι διάλογοι είναι ιδιαίτεροι, καθ’ ότι αρκεί να προσέξουμε ότι δεν παρατίθενται σε κατακόρυφη, αλλά σε οριζόντια διάταξη. Κατά συνέπεια η δομή του έργου παρουσιάζει μια διαφορετική από τα συνηθισμένα μορφή. Μεγάλες φράσεις, με πολλές προτάσεις, που σε καμιά περίπτωση δεν κουράζουν ή αποδιοργανώνουν τον αναγνώστη.

Το «Περί τυφλότητας» είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για την ανθρώπινη φύση, αλλά και τη λανθασμένη σημασία που αποδίδουν συνήθως οι άνθρωποι στα πράγματα και τις καταστάσεις. Η μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά, αν και ομολογουμένως συνάντησε δυσκολίες, είναι καταπληκτική.